υπεκπίπτω: Difference between revisions
From LSJ
ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant
(43) |
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[αποτυγχάνω]], [[αστοχώ]], [[χάνω]] («[[ὑπεκπίπτω]] | |mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[αποτυγχάνω]], [[αστοχώ]], [[χάνω]] («[[ὑπεκπίπτω]] τοῦ καιροῡ», <b>Ιώσ.</b>)<br /><b>2.</b> (για όργανο του σώματος) [[παθαίνω]] [[πρόπτωση]], μετατοπίζομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἐκπίπτω]] «[[χάνω]], [[πέφτω]] έξω, [[παρεκκλίνω]], [[αποτυγχάνω]]»]. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:50, 25 March 2021
Greek Monolingual
Α
1. αποτυγχάνω, αστοχώ, χάνω («ὑπεκπίπτω τοῦ καιροῡ», Ιώσ.)
2. (για όργανο του σώματος) παθαίνω πρόπτωση, μετατοπίζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἐκπίπτω «χάνω, πέφτω έξω, παρεκκλίνω, αποτυγχάνω»].