υπεκπίπτω

From LSJ

τὰν ἐπὶ τᾶς → Either with this or on this | Come back victorious or dead

Plutarch, Moralia, 241

Greek Monolingual

Α
1. αποτυγχάνω, αστοχώ, χάνωὑπεκπίπτω τοῦ καιροῦ», Ιώσ.)
2. (για όργανο του σώματος) παθαίνω πρόπτωση, μετατοπίζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἐκπίπτω «χάνω, πέφτω έξω, παρεκκλίνω, αποτυγχάνω»].