υπεκπίπτω

From LSJ

ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα καὶ σκιὰ μόνον → human being is only a breath and a shadow, man is but a breath and a shadow

Source

Greek Monolingual

Α
1. αποτυγχάνω, αστοχώ, χάνωὑπεκπίπτω τοῦ καιροῦ», Ιώσ.)
2. (για όργανο του σώματος) παθαίνω πρόπτωση, μετατοπίζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἐκπίπτω «χάνω, πέφτω έξω, παρεκκλίνω, αποτυγχάνω»].