τρυγητήρ: Difference between revisions
ἀπορράπτειν τὸ Φιλίππου στόμα ὁλοσχοίνῳ ἀβρόχῳ → sew up Philip's mouth with an unsoaked rush, stop Philip's mouth with an unsoaked rush, shut one's mouth without any trouble
(42) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ῆρος, ὁ, Α<br /><b>1.</b> αυτός που συλλέγει τους ώριμους καρπούς και [[ιδίως]] τα σταφύλια, ο [[τρυγητής]]<br /><b>2.</b> [[ονομασία]] αστέρα, [[προτρυγητήρ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρυγῶ</i> (Ι) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τήρ</i> (<b>πρβλ.</b> <i>τιμωρη</i>-<i>τήρ</i>)]. | |mltxt=-ῆρος, ὁ, Α<br /><b>1.</b> αυτός που συλλέγει τους ώριμους καρπούς και [[ιδίως]] τα σταφύλια, ο [[τρυγητής]]<br /><b>2.</b> [[ονομασία]] αστέρα, [[προτρυγητήρ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρυγῶ</i> (Ι) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τήρ</i> (<b>πρβλ.</b> <i>τιμωρη</i>-<i>τήρ</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''τρῠγητήρ:''' -ῆρος, ὁ, αυτός που μαζεύει σταφύλια, Λατ. [[vindemiator]], σε Ησίοδ. [με <i>ῡ]</i>. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:20, 31 December 2018
English (LSJ)
ῆρος, ὁ,
A one who gathers ripe fruit, esp. grapes, Hes.Sc.293 [with ῡ metri gr.]. II = προτρυγητήρ, Colum.11.2.
Greek (Liddell-Scott)
τρῠγητήρ: ῆρος, ὁ, ὁ τρυγῶν, τρυγητής, Λατ. vindemiator, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 293 [[[μετὰ]] ῡ ἐναντίον πάσης χρήσεως]. ΙΙ. ὄνομα ἀστερισμοῦ, Columella 11. 2.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
1 vendangeur;
2 le Vendangeur, constellation.
Étymologie: τρυγάω.
Greek Monolingual
-ῆρος, ὁ, Α
1. αυτός που συλλέγει τους ώριμους καρπούς και ιδίως τα σταφύλια, ο τρυγητής
2. ονομασία αστέρα, προτρυγητήρ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρυγῶ (Ι) + κατάλ. -τήρ (πρβλ. τιμωρη-τήρ)].
Greek Monotonic
τρῠγητήρ: -ῆρος, ὁ, αυτός που μαζεύει σταφύλια, Λατ. vindemiator, σε Ησίοδ. [με ῡ].