τετρακόρυφος: Difference between revisions

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
(41)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "πρβλ. $2$4.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[τετρακόρυφος]], -ον ΝΜ<br />αυτός που έχει [[τέσσερεις]] κορυφές<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «πλήρες τετρακόρυφο»<br /><b>μαθημ.</b> το [[σχήμα]] που ορίζεται από [[τέσσερα]] συνεπίπεδα και όχι συνευθειακά ανά [[τρία]] [[σημεία]] και από έξι ευθύγραμμα τμήματα που συνδέουν τα [[σημεία]] ανά δύο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[κόρυφος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κορυφή]]), <b>πρβλ.</b> <i>πεντα</i>-[[κόρυφος]].
|mltxt=-η, -ο / [[τετρακόρυφος]], -ον ΝΜ<br />αυτός που έχει [[τέσσερεις]] κορυφές<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «πλήρες τετρακόρυφο»<br /><b>μαθημ.</b> το [[σχήμα]] που ορίζεται από [[τέσσερα]] συνεπίπεδα και όχι συνευθειακά ανά [[τρία]] [[σημεία]] και από έξι ευθύγραμμα τμήματα που συνδέουν τα [[σημεία]] ανά δύο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[κόρυφος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κορυφή]]), [[πρβλ]]. [[πεντακόρυφος]].
}}
}}

Latest revision as of 13:20, 25 August 2021

Greek Monolingual

-η, -ο / τετρακόρυφος, -ον ΝΜ
αυτός που έχει τέσσερεις κορυφές
νεοελλ.
φρ. «πλήρες τετρακόρυφο»
μαθημ. το σχήμα που ορίζεται από τέσσερα συνεπίπεδα και όχι συνευθειακά ανά τρία σημεία και από έξι ευθύγραμμα τμήματα που συνδέουν τα σημεία ανά δύο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -κόρυφος (< κορυφή), πρβλ. πεντακόρυφος.