τερψίμβροτος: Difference between revisions
ἄνευ γὰρ φίλων οὐδεὶς ἕλοιτ᾽ ἂν ζῆν, ἔχων τὰ λοιπὰ ἀγαθὰ πάντα → without friends no one would choose to live, though he had all other goods
(41) |
(6) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) αυτός που τέρπει τους θνητούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>τερψι</i>- του [[τέρπω]] <span style="color: red;">+</span> -<i>μβροτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βροτός]] «[[θνητός]]» <span style="color: red;"><</span> αμάρτυρο <i>μροτός</i>). Για τα σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]] <b>βλ. λ.</b> [[τέρπω]]. | |mltxt=-ον, ΜΑ<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) αυτός που τέρπει τους θνητούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>τερψι</i>- του [[τέρπω]] <span style="color: red;">+</span> -<i>μβροτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βροτός]] «[[θνητός]]» <span style="color: red;"><</span> αμάρτυρο <i>μροτός</i>). Για τα σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]] <b>βλ. λ.</b> [[τέρπω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''τερψίμβροτος:''' -ον, αυτός που χαροποιεί τις καρδιές των ανθρώπων, [[Ἥλιος]], σε Ομήρ. Οδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:04, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A gladdening the heart of man, Ἠέλιος Od.12.269, h.Ap.411; αὐλοί B.12.72; ἠώς Orph.A.1049.
German (Pape)
[Seite 1095] Menschen erfreuend, erheiternd; Helios, Od. 12, 269. 274 H. h. Ap. 411; Eos, Orph.
Greek (Liddell-Scott)
τερψίμβροτος: -ον, ὁ τέρπων τοὺς βροτούς, προξενῶν αὐτοῖς τέρψιν, Ἥλιος Ὀδ. Μ. 269, 274, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 411, Ὀρφ. Ἀργ. 1052.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui charme ou réjouit les mortels.
Étymologie: τέρπω, βροτός.
English (Autenrieth)
(βροτός): delighting mortals, Od. 12.269 and 274.
Spanish
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
(ποιητ. τ.) αυτός που τέρπει τους θνητούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τερψι- του τέρπω + -μβροτος (< βροτός «θνητός» < αμάρτυρο μροτός). Για τα σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος βλ. λ. τέρπω.
Greek Monotonic
τερψίμβροτος: -ον, αυτός που χαροποιεί τις καρδιές των ανθρώπων, Ἥλιος, σε Ομήρ. Οδ.