ὑπερπέταμαι: Difference between revisions

From LSJ

Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt

Menander, Monostichoi, 167
(43)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) <b>(αποθ.)</b> <b>βλ.</b> [[ὑπερπέτομαι]].
|mltxt=Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) <b>(αποθ.)</b> <b>βλ.</b> [[ὑπερπέτομαι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑπερπέταμαι:''' αόρ. βʹ -επτάμην [ᾰ], και σε Ενεργ. τύπο <i>-έπτην</i>, Δωρ. -έπτᾱν = [[ὑπερπέτομαι]], σε Σοφ.
}}
}}

Revision as of 20:12, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερπέταμαι Medium diacritics: ὑπερπέταμαι Low diacritics: υπερπέταμαι Capitals: ΥΠΕΡΠΕΤΑΜΑΙ
Transliteration A: hyperpétamai Transliteration B: hyperpetamai Transliteration C: yperpetamai Beta Code: u(perpe/tamai

English (LSJ)

   A = ὑπερπέτομαι, AP5.258 (Paul. Sil.), 7.546, 12.249 (Strat.).

German (Pape)

[Seite 1200] dep. med., = ὑπερπέτομαι, D. Sic.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερπέταμαι: ὑπερπέτομαι, Ἀνθ. Π. 5. 259., 7. 546., 12. 249.

Greek Monolingual

Α
(ποιητ. τ.) (αποθ.) βλ. ὑπερπέτομαι.

Greek Monotonic

ὑπερπέταμαι: αόρ. βʹ -επτάμην [ᾰ], και σε Ενεργ. τύπο -έπτην, Δωρ. -έπτᾱν = ὑπερπέτομαι, σε Σοφ.