ὑπερπέταμαι: Difference between revisions
From LSJ
Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt
(43) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) <b>(αποθ.)</b> <b>βλ.</b> [[ὑπερπέτομαι]]. | |mltxt=Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) <b>(αποθ.)</b> <b>βλ.</b> [[ὑπερπέτομαι]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὑπερπέταμαι:''' αόρ. βʹ -επτάμην [ᾰ], και σε Ενεργ. τύπο <i>-έπτην</i>, Δωρ. -έπτᾱν = [[ὑπερπέτομαι]], σε Σοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:12, 30 December 2018
English (LSJ)
A = ὑπερπέτομαι, AP5.258 (Paul. Sil.), 7.546, 12.249 (Strat.).
German (Pape)
[Seite 1200] dep. med., = ὑπερπέτομαι, D. Sic.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερπέταμαι: ὑπερπέτομαι, Ἀνθ. Π. 5. 259., 7. 546., 12. 249.
Greek Monolingual
Α
(ποιητ. τ.) (αποθ.) βλ. ὑπερπέτομαι.
Greek Monotonic
ὑπερπέταμαι: αόρ. βʹ -επτάμην [ᾰ], και σε Ενεργ. τύπο -έπτην, Δωρ. -έπτᾱν = ὑπερπέτομαι, σε Σοφ.