συνεκκλέπτω: Difference between revisions

From LSJ

Στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → No one loves the bearer of bad news

Sophocles, Antigone, 277
(39)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[συνεργώ]] σε [[κλοπή]] («σὲ δ' ἐπὶ ναῡς Ἀχαϊκὰς πέμψω συνεκκλέψασα», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[συνεκκλέπτω]] γάμους» — [[βοηθώ]] στην [[απόκρυψη]] τών γάμων (<b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐκκλέπτω]] «[[κλέβω]] και [[παίρνω]] [[μακριά]]»].
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[συνεργώ]] σε [[κλοπή]] («σὲ δ' ἐπὶ ναῡς Ἀχαϊκὰς πέμψω συνεκκλέψασα», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[συνεκκλέπτω]] γάμους» — [[βοηθώ]] στην [[απόκρυψη]] τών γάμων (<b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐκκλέπτω]] «[[κλέβω]] και [[παίρνω]] [[μακριά]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''συνεκκλέπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[συνεργώ]] σε [[κλοπή]], [[κλέβω]] κι απομακρύνομαι, σε Ευρ.· [[συνεκκλέπτω]] γάμους, [[βοηθώ]] στην [[απόκρυψη]] γάμου, [[συγκαλύπτω]], στον ίδ.
}}
}}

Revision as of 21:16, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεκκλέπτω Medium diacritics: συνεκκλέπτω Low diacritics: συνεκκλέπτω Capitals: ΣΥΝΕΚΚΛΕΠΤΩ
Transliteration A: synekkléptō Transliteration B: synekkleptō Transliteration C: synekklepto Beta Code: sunekkle/ptw

English (LSJ)

   A help to steal away, E.Tr.1018, Hel.1370; σ. γάμους help in concealing it, Id.El.364.

German (Pape)

[Seite 1012] mit od. zugleich herausstehlen, heimlich bewerkstelligen; γάμους Eur. El. 364, vgl. Troad. 1018.

Greek (Liddell-Scott)

συνεκκλέπτω: ἀπὸ κοινοῦ ἐκκλέπτω, κλέπτω καὶ φεύγω, Εὐρ. Τρῳ. 1018, Ἑλ. 1370· σ. γάμους, βοηθῶ εἰς ἀπόκρυψιν, ὁ αὐτ. ἐν Ἡλ. 364.

French (Bailly abrégé)

1 aider à dérober en même temps;
2 éluder de concert avec.
Étymologie: σύν, ἐκκλέπτω.

Greek Monolingual

Α
1. συνεργώ σε κλοπή («σὲ δ' ἐπὶ ναῡς Ἀχαϊκὰς πέμψω συνεκκλέψασα», Ευρ.)
2. φρ. «συνεκκλέπτω γάμους» — βοηθώ στην απόκρυψη τών γάμων (Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐκκλέπτω «κλέβω και παίρνω μακριά»].

Greek Monolingual

Α
1. συνεργώ σε κλοπή («σὲ δ' ἐπὶ ναῡς Ἀχαϊκὰς πέμψω συνεκκλέψασα», Ευρ.)
2. φρ. «συνεκκλέπτω γάμους» — βοηθώ στην απόκρυψη τών γάμων (Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐκκλέπτω «κλέβω και παίρνω μακριά»].

Greek Monotonic

συνεκκλέπτω: μέλ. -ψω, συνεργώ σε κλοπή, κλέβω κι απομακρύνομαι, σε Ευρ.· συνεκκλέπτω γάμους, βοηθώ στην απόκρυψη γάμου, συγκαλύπτω, στον ίδ.