τρισάποτμος: Difference between revisions
From LSJ
Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)
(42) |
(4b) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α<br />πολύ δυστυχισμένος, δυστυχέστατος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> επιτατ. <i>τρισ</i>- / <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἄποτμος]] «[[ατυχής]], [[άθλιος]]»]. | |mltxt=-ον, Α<br />πολύ δυστυχισμένος, δυστυχέστατος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> επιτατ. <i>τρισ</i>- / <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἄποτμος]] «[[ατυχής]], [[άθλιος]]»]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τρῐσάποτμος:''' Anth. = [[τρισάθλιος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:56, 1 January 2019
English (LSJ)
ον,
A = τρισάθλιος, AP5.229 (Paul.Sil.).
Greek (Liddell-Scott)
τρισάποτμος: -ον, = τρισάθλιος, καὶ νῦν ὁ τρισάποτμος ἀπὸ τριχὸς ἤρτημαι Ἀνθ. Π. 5. 230.
Greek Monolingual
-ον, Α
πολύ δυστυχισμένος, δυστυχέστατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ- / τρι- + ἄποτμος «ατυχής, άθλιος»].
Russian (Dvoretsky)
τρῐσάποτμος: Anth. = τρισάθλιος.