χουρμαδιά: Difference between revisions

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
(46)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[κουρμαδιά]], η, Ν<br /><b>βοτ.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] του είδους φοίνικα Foenix dactylifera, που καλλιεργείται από την [[αρχαιότητα]] για τον εύγευστο και θρεπτικό καρπό της.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χουρμάδ</i>-<i>ες</i>, πληθ. της λ. [[χουρμάς]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιά</i> (<b>πρβλ.</b> <i>καρυδ</i>-<i>ιά</i>)].
|mltxt=και [[κουρμαδιά]], η, Ν<br /><b>βοτ.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] του είδους φοίνικα Foenix dactylifera, που καλλιεργείται από την [[αρχαιότητα]] για τον εύγευστο και θρεπτικό καρπό της.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χουρμάδ</i>-<i>ες</i>, πληθ. της λ. [[χουρμάς]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιά</i> ([[πρβλ]]. [[καρυδιά]])].
}}
}}

Latest revision as of 17:05, 11 May 2023

Greek Monolingual

και κουρμαδιά, η, Ν
βοτ. κοινή ονομασία του είδους φοίνικα Foenix dactylifera, που καλλιεργείται από την αρχαιότητα για τον εύγευστο και θρεπτικό καρπό της.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χουρμάδ-ες, πληθ. της λ. χουρμάς + κατάλ. -ιά (πρβλ. καρυδιά)].