χουρμαδιά: Difference between revisions
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
(46) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[κουρμαδιά]], η, Ν<br /><b>βοτ.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] του είδους φοίνικα Foenix dactylifera, που καλλιεργείται από την [[αρχαιότητα]] για τον εύγευστο και θρεπτικό καρπό της.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χουρμάδ</i>-<i>ες</i>, πληθ. της λ. [[χουρμάς]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιά</i> ( | |mltxt=και [[κουρμαδιά]], η, Ν<br /><b>βοτ.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] του είδους φοίνικα Foenix dactylifera, που καλλιεργείται από την [[αρχαιότητα]] για τον εύγευστο και θρεπτικό καρπό της.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χουρμάδ</i>-<i>ες</i>, πληθ. της λ. [[χουρμάς]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιά</i> ([[πρβλ]]. [[καρυδιά]])]. | ||
}} | }} |