Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὑβός: Difference between revisions

From LSJ

Πονηρὸν ἄνδρα μηδέποτε ποιοῦ φίλον (μηδέπω κτήσῃ φίλον) → Tibi numquam amicum facito moratum male → Nimm niemals einen schlechten Mann zum Freunde dir

Menander, Monostichoi, 453
(42)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[ὑβός]], -ή, -όν, ΝΑ<br />[[κυφός]], [[καμπούρης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικός όρος του ιατρικού λεξιλογίου, άγνωστης ετυμολ., που εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>βος</i>, όπως και άλλα επίθ. σχετικά με σωματικές αδυναμίες ή αναπηρίες (<b>πρβλ.</b> <i>κλα</i>-<i>μ</i>-<i>βός</i>, <i>στρα</i>-<i>β</i>-<i>ός</i>)].
|mltxt=-ή, -ό / [[ὑβός]], -ή, -όν, ΝΑ<br />[[κυφός]], [[καμπούρης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικός όρος του ιατρικού λεξιλογίου, άγνωστης ετυμολ., που εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>βος</i>, όπως και άλλα επίθ. σχετικά με σωματικές αδυναμίες ή αναπηρίες (<b>πρβλ.</b> <i>κλα</i>-<i>μ</i>-<i>βός</i>, <i>στρα</i>-<i>β</i>-<i>ός</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑβός:''' [ῡ], -ή, -όν, [[καμπούρης]], σε Θεόκρ.
}}
}}

Revision as of 02:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑβός Medium diacritics: ὑβός Low diacritics: υβός Capitals: ΥΒΟΣ
Transliteration A: hybós Transliteration B: hybos Transliteration C: yvos Beta Code: u(bo/s

English (LSJ)

[ῡ], ή, όν,

   A humpbacked, Hp.Aph.6.46, Theoc.5.43.

German (Pape)

[Seite 1168] auswärts gebogen, gekrümmt, dah. bucklig, Theocr. 5, 23, Ggstz λορδός. Mit κυφός, gibbus verwandt.

Greek (Liddell-Scott)

ὑβός: [ῡ], ή, όν, ὁ ἔχων κεκυρτωμένα τὰ νῶτα, κυρτός, «καμπούρης», Ἱππ. Ἀφ. 1258· ἀντίθετον τῷ λορδός, Θεόκρ. 5. 43. (Ὁ Κούρτ. ἀμφιβάλλει τὴν σχέσιν τῆς λέξεως πρὸς τὸ κυφός).

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
courbé ; bossu.
Étymologie: ὗβος.

Greek Monolingual

-ή, -ό / ὑβός, -ή, -όν, ΝΑ
κυφός, καμπούρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός όρος του ιατρικού λεξιλογίου, άγνωστης ετυμολ., που εμφανίζει επίθημα -βος, όπως και άλλα επίθ. σχετικά με σωματικές αδυναμίες ή αναπηρίες (πρβλ. κλα-μ-βός, στρα-β-ός)].

Greek Monotonic

ὑβός: [ῡ], -ή, -όν, καμπούρης, σε Θεόκρ.