ταριχευτός: Difference between revisions
From LSJ
Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand
(40) |
(4b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[ταριχευτός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[ταριχεύω]]<br />(για τρόφιμα) ταριχευμένος, [[παστός]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που γίνεται ξηρότερος, σκληρότερος («ἄρτοι ταριχευτοί», Θεοφύλ. Βουλγ.). | |mltxt=-ή, -ό / [[ταριχευτός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[ταριχεύω]]<br />(για τρόφιμα) ταριχευμένος, [[παστός]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που γίνεται ξηρότερος, σκληρότερος («ἄρτοι ταριχευτοί», Θεοφύλ. Βουλγ.). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τᾰρῑχευτός:''' [adj. verb. к [[ταριχεύω]] засоленный, соленый (κρέατα Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:20, 31 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A salted, pickled, κρέα Plu.2.685d, cf. Dsc.3.45; τὰ τ. Plu.2.912c, Sor.1.94.
German (Pape)
[Seite 1071] adj. verb. von ταριχεύω, eingesalzen, eingepökelt, einbalsamirt, Athen. oft.
Greek (Liddell-Scott)
τᾰρῑχευτός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ., τεταριχευμένος, παστός, «ἁλατισμένος», Πλούτ. 2. 685D, 912E.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
imprégné de saumure, salé ou embaumé.
Étymologie: ταριχεύω.
Greek Monolingual
-ή, -ό / ταριχευτός, -ή, -όν, ΝΜΑ ταριχεύω
(για τρόφιμα) ταριχευμένος, παστός
μσν.-αρχ.
αυτός που γίνεται ξηρότερος, σκληρότερος («ἄρτοι ταριχευτοί», Θεοφύλ. Βουλγ.).
Russian (Dvoretsky)
τᾰρῑχευτός: [adj. verb. к ταριχεύω засоленный, соленый (κρέατα Plut.).