τρισμός: Difference between revisions

From LSJ

Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)

Source
(42)
(4b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ [[τρίζω]]<br />ο [[τριγμός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[τονικός]] [[σπασμός]] τών μασητήριων [[μυών]], ο [[οποίος]] προκαλεί μεγαλύτερου ή μικρότερου βαθμού [[δυσκολία]] στη [[διάνοιξη]] τών [[γνάθων]].
|mltxt=ο, ΝΜΑ [[τρίζω]]<br />ο [[τριγμός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[τονικός]] [[σπασμός]] τών μασητήριων [[μυών]], ο [[οποίος]] προκαλεί μεγαλύτερου ή μικρότερου βαθμού [[δυσκολία]] στη [[διάνοιξη]] τών [[γνάθων]].
}}
{{elru
|elrutext='''τρισμός:''' ὁ [[τρίζω]]<br /><b class="num">1)</b> писк (μυός Plut.);<br /><b class="num">2)</b> визг, скрежет (τρισμοὶ πριόνων Plut.).
}}
}}

Revision as of 08:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρισμός Medium diacritics: τρισμός Low diacritics: τρισμός Capitals: ΤΡΙΣΜΟΣ
Transliteration A: trismós Transliteration B: trismos Transliteration C: trismos Beta Code: trismo/s

English (LSJ)

   A v. τριγμός.

Greek (Liddell-Scott)

τρισμός: ἴδε ἐν λεξ. τριγμός.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
petit bruit aigu.
Étymologie: τρίζω.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ τρίζω
ο τριγμός
νεοελλ.
τονικός σπασμός τών μασητήριων μυών, ο οποίος προκαλεί μεγαλύτερου ή μικρότερου βαθμού δυσκολία στη διάνοιξη τών γνάθων.

Russian (Dvoretsky)

τρισμός:τρίζω
1) писк (μυός Plut.);
2) визг, скрежет (τρισμοὶ πριόνων Plut.).