φιλέρημος: Difference between revisions

From LSJ

Μήποτε λάβῃς γυναῖκας εἰς συμβουλίαν → Consilia versas? Noli admittere mulierem → Zieh niemals Frauen zur Beratung mit hinzu

Menander, Monostichoi, 355
(45)
(4b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[φιλέρημος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που αγαπά την [[ερημιά]], την [[μοναξιά]] (α. «και δεν έμεινε [[μήτε]] ένα [[κλωνάρι]], φιλέρημο [[πουλάκι]] να καθίσει», <b>Σολωμ.</b><br />β. «[[φιλέρημος]] γὰρ ἡ [[θεία]] [[σοφία]]», Φίλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ἔρημος</i>].
|mltxt=-η, -ο / [[φιλέρημος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που αγαπά την [[ερημιά]], την [[μοναξιά]] (α. «και δεν έμεινε [[μήτε]] ένα [[κλωνάρι]], φιλέρημο [[πουλάκι]] να καθίσει», <b>Σολωμ.</b><br />β. «[[φιλέρημος]] γὰρ ἡ [[θεία]] [[σοφία]]», Φίλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ἔρημος</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''φιλέρημος:''' любящий одиночество, нелюдимый Anth.
}}
}}

Revision as of 05:44, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλέρημος Medium diacritics: φιλέρημος Low diacritics: φιλέρημος Capitals: ΦΙΛΕΡΗΜΟΣ
Transliteration A: philérēmos Transliteration B: philerēmos Transliteration C: filerimos Beta Code: file/rhmos

English (LSJ)

ον,

   A fond of solitude, Hp.Ep.12, Lyr.Alex.Adesp.7.10, Ph.1.490,506, Corn.ND30, Orph.H.56.2, Vett.Val.43.14, AP5.8 (Rufin.), 9.373.

German (Pape)

[Seite 1276] die Einsamkeit liebend, gern allein, ἡ, Rufin. 25 (V, 9).

Greek (Liddell-Scott)

φῐλέρημος: -ον, φίλος τῆς ἐρημίας, Ἱππ. σ. 1275. 37, Ὀρφ. Ὕμν. 55. 2, Ἀνθ. Π. 5. 9., 9. 373, Φίλων, κλπ.

Greek Monolingual

-η, -ο / φιλέρημος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που αγαπά την ερημιά, την μοναξιά (α. «και δεν έμεινε μήτε ένα κλωνάρι, φιλέρημο πουλάκι να καθίσει», Σολωμ.
β. «φιλέρημος γὰρ ἡ θεία σοφία», Φίλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + ἔρημος].

Russian (Dvoretsky)

φιλέρημος: любящий одиночество, нелюдимый Anth.