τρισάνθρωπος: Difference between revisions
From LSJ
ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod
(42) |
(4b) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὁ, Α<br />αυτός που έχει καλλιεργημένες [[πάρα]] πολύ τις ανθρώπινες ιδιότητες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> επιτατ. <i>τρισ</i>- / <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἄνθρωπος]]. | |mltxt=ὁ, Α<br />αυτός που έχει καλλιεργημένες [[πάρα]] πολύ τις ανθρώπινες ιδιότητες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> επιτατ. <i>τρισ</i>- / <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἄνθρωπος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τρῐσάνθρωπος:''' трижды человеческий, т. е. глубоко несчастный Diog. L. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:52, 1 January 2019
English (LSJ)
ὁ,
A thrice a man, used by Diogenes cynically for τρισάθλιος, D.L.6.47.
Greek (Liddell-Scott)
τρισάνθρωπος: ὁ, τρὶς ἄνθρωπος, λεγόμενον ὑπὸ τοῦ Διογένους κυνικῶς ἀντὶ τρισάθλιος, Διογ. Λ. 6. 47.
Greek Monolingual
ὁ, Α
αυτός που έχει καλλιεργημένες πάρα πολύ τις ανθρώπινες ιδιότητες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ- / τρι- + ἄνθρωπος.
Russian (Dvoretsky)
τρῐσάνθρωπος: трижды человеческий, т. е. глубоко несчастный Diog. L.