σφριγηλός: Difference between revisions

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
(40)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό, Ν<br />αυτός που [[είναι]] [[γεμάτος]] [[σφρίγος]], [[ακμαίος]], [[ζωηρός]] («το ποταπό, το δύστροπο, το αχνό στα σφριγηλά μου [[σωθικά]] να πνίξω», Ελύτης).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σφρίγος]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ηλός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>σιωπ</i>-<i>ηλός</i>). Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον θ. Βελλιανίτη].
|mltxt=-ή, -ό, Ν<br />αυτός που [[είναι]] [[γεμάτος]] [[σφρίγος]], [[ακμαίος]], [[ζωηρός]] («το ποταπό, το δύστροπο, το αχνό στα σφριγηλά μου [[σωθικά]] να πνίξω», Ελύτης).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σφρίγος]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ηλός</i> ([[πρβλ]]. [[σιωπηλός]]). Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον θ. Βελλιανίτη].
}}
}}

Latest revision as of 16:25, 11 May 2023

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν
αυτός που είναι γεμάτος σφρίγος, ακμαίος, ζωηρός («το ποταπό, το δύστροπο, το αχνό στα σφριγηλά μου σωθικά να πνίξω», Ελύτης).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφρίγος + επίθημα -ηλός (πρβλ. σιωπηλός). Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον θ. Βελλιανίτη].