τεχνήμων: Difference between revisions

From LSJ

Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)

Source
(41)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ῆμον, Α<br /><b>1.</b> κατασκευασμένος με έντεχνο τρόπο («τεχνήμονας αὐλούς», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[επιδέξιος]], [[επιτήδειος]], [[ικανός]] («τοὺς γράψαν τεχνήμονες ἄνδρες», Οππ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τέχνη]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[ήμων]] (<b>πρβλ.</b> <i>ζηλ</i>-[[ήμων]])].
|mltxt=-ῆμον, Α<br /><b>1.</b> κατασκευασμένος με έντεχνο τρόπο («τεχνήμονας αὐλούς», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[επιδέξιος]], [[επιτήδειος]], [[ικανός]] («τοὺς γράψαν τεχνήμονες ἄνδρες», Οππ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τέχνη]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[ήμων]] (<b>πρβλ.</b> <i>ζηλ</i>-[[ήμων]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τεχνήμων:''' -ον ([[τέχνη]]), με [[τέχνη]] και [[δεξιότητα]] κατειργασμένος, <i>αὐλοί</i>, σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 02:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τεχνήμων Medium diacritics: τεχνήμων Low diacritics: τεχνήμων Capitals: ΤΕΧΝΗΜΩΝ
Transliteration A: technḗmōn Transliteration B: technēmōn Transliteration C: technimon Beta Code: texnh/mwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος,

   A cunningly wrought, αὐλοί AP9.504.    2 skilful, of artists, Opp.C.1.326.

German (Pape)

[Seite 1103] gen. ονος, = τεχνήεις; αὐλοί Ep. (IX, 504); Opp. Cyn. 1, 326.

Greek (Liddell-Scott)

τεχνήμων: -ον, μετὰ τέχνης καὶ δεξιότητος εἰργασμένος, αὐλοὶ Ἀνθολ. Π. 9. 504. 2) ἐπιδέξιος, ἐπιτήδειος, ἐπὶ ἐργατῶν ἢ τεχνιτῶν, Ὀππ. Κυν. 1. 326.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
1 travaillé avec art;
2 ingénieux, habile.
Étymologie: τέχνη.

Greek Monolingual

-ῆμον, Α
1. κατασκευασμένος με έντεχνο τρόπο («τεχνήμονας αὐλούς», Ανθ. Παλ.)
2. (για πρόσ.) επιδέξιος, επιτήδειος, ικανός («τοὺς γράψαν τεχνήμονες ἄνδρες», Οππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέχνη + επίθημα -ήμων (πρβλ. ζηλ-ήμων)].

Greek Monotonic

τεχνήμων: -ον (τέχνη), με τέχνη και δεξιότητα κατειργασμένος, αὐλοί, σε Ανθ.