τριστάσιος: Difference between revisions
From LSJ
Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher
(42) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=tristasios | |Transliteration C=tristasios | ||
|Beta Code=trista/sios | |Beta Code=trista/sios | ||
|Definition=[ᾰ], ον:<b class="b3">—τ. κατὰ τιμὴν πρὸς χρυσίον ὁ μαργαρίτης</b> <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=[ᾰ], ον:<b class="b3">—τ. κατὰ τιμὴν πρὸς χρυσίον ὁ μαργαρίτης</b> <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[worth thrice ils weight]] in gold, <span class="bibl">Arr.<span class="title">Ind.</span>8.13</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 14:08, 1 July 2020
English (LSJ)
[ᾰ], ον:—τ. κατὰ τιμὴν πρὸς χρυσίον ὁ μαργαρίτης
A worth thrice ils weight in gold, Arr.Ind.8.13.
Greek (Liddell-Scott)
τριστάσιος: [ᾰ], -ον· -τρ. πρὸς χρυσίον, ἀξίζων τρὶς τόσον ὅσον εἶναι τὸ βάρος αὐτοῦ εἰς χρυσόν, Ἀρρ. Ἰνδικ. 8. 13.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει τριπλάσια τιμή, τριπλάσια αξία σε σύγκριση με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -στάσιος (< ἵστημι), πρβλ. δωδεκα-στάσιος].