φιλεραστής: Difference between revisions

From LSJ

τὰ ἀφανῆ τοῖς φανεροῖς τεκμαίρου → analyze the unknown based on the known

Source
(45)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, και ποιητ. τ. θηλ. [[φιλεράστρια]], Α<br />αυτός που του αρέσει να έχει εραστές ή να [[είναι]] [[εραστής]] («[[πάντως]] μὲν οὖν ὁ τοιοῡτος [[παιδεραστής]] τε καὶ [[φιλεραστὴς]] γίγνεται», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἐραστής]].
|mltxt=ὁ, και ποιητ. τ. θηλ. [[φιλεράστρια]], Α<br />αυτός που του αρέσει να έχει εραστές ή να [[είναι]] [[εραστής]] («[[πάντως]] μὲν οὖν ὁ τοιοῡτος [[παιδεραστής]] τε καὶ [[φιλεραστὴς]] γίγνεται», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἐραστής]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''φῐλεραστής:''' -οῦ, ὁ, αυτός που αγαπά έναν εραστή ή αυτός που αγαπά να έχει εραστές, σε Πλάτ., Αριστ.
}}
}}

Revision as of 02:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλεραστής Medium diacritics: φιλεραστής Low diacritics: φιλεραστής Capitals: ΦΙΛΕΡΑΣΤΗΣ
Transliteration A: philerastḗs Transliteration B: philerastēs Transliteration C: filerastis Beta Code: filerasth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A fond of a lover, or fond of having lovers, Pl.Smp.192b, Arist.Rh.1371b24.

German (Pape)

[Seite 1276] ὁ, der gern liebt, der Verliebte, der Freund von Liebschaften; καὶ παιδεραστής Plat. Conv. 192 b.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
enclin à l’amour.
Étymologie: φίλος, ἐράω.

Greek Monolingual

ὁ, και ποιητ. τ. θηλ. φιλεράστρια, Α
αυτός που του αρέσει να έχει εραστές ή να είναι εραστήςπάντως μὲν οὖν ὁ τοιοῡτος παιδεραστής τε καὶ φιλεραστὴς γίγνεται», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + ἐραστής.

Greek Monotonic

φῐλεραστής: -οῦ, ὁ, αυτός που αγαπά έναν εραστή ή αυτός που αγαπά να έχει εραστές, σε Πλάτ., Αριστ.