τετραπλός: Difference between revisions
From LSJ
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
(41) |
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / τετραπλοῡς, - | |mltxt=-ή, -ό / τετραπλοῡς, -οῦν | ||
, ΝΑ, και λόγ. τ. [[τετραπλούς]], -ούν, Ν, και [[τετραπλόος]], -όη, -ον, Α<br />αυτός που επαναλαμβάνεται [[τέσσερεις]] φορές, ο [[τέσσερεις]] φορές [[περισσότερος]] ή μεγαλύτερος, ο [[τετραπλάσιος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που αποτελείται από [[τέσσερα]] όμοια πράγματα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ τετραπλοῦν | |||
</i><br />η [[τετραμοιρία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>τετραπλῶς</i> Α<br />[[τετραπλασίως]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[πλός]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:25, 27 March 2021
Greek Monolingual
-ή, -ό / τετραπλοῡς, -οῦν
, ΝΑ, και λόγ. τ. τετραπλούς, -ούν, Ν, και τετραπλόος, -όη, -ον, Α
αυτός που επαναλαμβάνεται τέσσερεις φορές, ο τέσσερεις φορές περισσότερος ή μεγαλύτερος, ο τετραπλάσιος
νεοελλ.
αυτός που αποτελείται από τέσσερα όμοια πράγματα
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ τετραπλοῦν
η τετραμοιρία.
επίρρ...
τετραπλῶς Α
τετραπλασίως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -πλός].