τετραπλόος
ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)
English (LSJ)
η, ον, contr. τετρᾰπλοῦς, ῆ, οῦν, fourfold, Plu.Luc.2; τοῦ τετραπλοῦ μισθοῦ PSI9.1055.13 (iii A.D.); τὸ τ., = τετραμοιρία, X.An.7.6.7; ἀποδίδωμι τετραπλοῦν Ev.Luc.19.8. Adv. τετραπλῶς LXX 3 Ki. 6.31(33). (Cf. ἁπλόος.)
German (Pape)
[Seite 1098] zsgzgn τετραπλοῦς, vierfach, vierfältig, Plut. Luc. 2.
French (Bailly abrégé)
όη, όον;
quadruple ; τὸ τετραπλοῦν c. τετραμοιρία.
Étymologie: τέσσαρες, -πλοος.
Russian (Dvoretsky)
τετραπλόος: стяж. τετραπλοῦς 2 учетверенный, четырехкратный, вчетверо больший Plut.
Greek (Liddell-Scott)
τετραπλόος: -η, -ον, συνῃρ. -πλοῦς, -ῆ, -οῦν, ὡς καὶ νῦν, Λατ. quadruplus, Πλουτ. Λούκουλλ. 2˙ τὸ τ., = τετραμοιρία, Ξεν. Ἀνάβ. 7. 6, 7. Ἐπίρρ. -πλῶς, Ἑβδ. (Γ΄ Βασιλ. ϛʹ, 33, ἴδε Κώδ. Ἀλ.) (Περὶ τῆς παραγωγῆς ἴδε ἁπλόος).
English (Strong)
from τέσσαρες and a derivative of the base of πλεῖστος; quadruple: fourfold.
Greek Monotonic
τετραπλόος: -η, -ον, συνηρ. τετραπλοῦς, -ῆ, -οῦν, τετραπλάσιος, Λατ. quadruplus, σε Πλούτ.· τὸ τετραπλόον = τετραμοιρία, σε Ξεν.
Middle Liddell
τετραπλόος, η, ον
fourfold, Lat. quadruplus, Plut.; τὸ τ., = τετραμοιρία, Xen.
Chinese
原文音譯:tetraplÒoj 帖特拉-普羅哦士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:四-最多 (組合)
字義溯源:四倍的,四重的;由(τέσσαρες)*=四)與(πολύς)=最大數目,非常大的)組成;其中 (πολύς)出自(πολύς)*=多)
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編:
1) 四倍(1) 路19:8