υποπόδιο: Difference between revisions

From LSJ

ἀναπηδῶσιν πάντες ἐπ' ἔργον → everyone jumps up from bed to work, everyone jumps up to work

Source
(44)
 
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το / [[ὑποπόδιον]], ΝΜΑ<br />[[καθετί]] που τοποθετείται [[κάτω]] από τα πόδια καθήμενου ατόμου για να πᾳτάει [[επάνω]] του<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «τον έχει [[υποπόδιο]]» <b>μτφ.</b> τον έχει υποχείριό του ή τον περιφρονεί εντελώς<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[ὑποπόδιον]] διπλοῡν» — [[σκεύος]] χρησιμοποιούμενο από τους μουσικούς για την [[τήρηση]] του ρυθμού με τα πόδια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πόδιον]], υποκορ. του [[πούς]], <i>ποδός</i>].
|mltxt=το / [[ὑποπόδιον]], ΝΜΑ<br />[[καθετί]] που τοποθετείται [[κάτω]] από τα πόδια καθήμενου ατόμου για να πᾳτάει [[επάνω]] του<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «τον έχει [[υποπόδιο]]» <b>μτφ.</b> τον έχει υποχείριό του ή τον περιφρονεί εντελώς<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[ὑποπόδιον]] διπλοῦν
» — [[σκεύος]] χρησιμοποιούμενο από τους μουσικούς για την [[τήρηση]] του ρυθμού με τα πόδια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πόδιον]], υποκορ. του [[πούς]], <i>ποδός</i>].
}}
}}

Revision as of 14:25, 27 March 2021

Greek Monolingual

το / ὑποπόδιον, ΝΜΑ
καθετί που τοποθετείται κάτω από τα πόδια καθήμενου ατόμου για να πᾳτάει επάνω του
νεοελλ.
φρ. «τον έχει υποπόδιο» μτφ. τον έχει υποχείριό του ή τον περιφρονεί εντελώς
αρχ.
φρ. «ὑποπόδιον διπλοῦν » — σκεύος χρησιμοποιούμενο από τους μουσικούς για την τήρηση του ρυθμού με τα πόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + πόδιον, υποκορ. του πούς, ποδός].