τυραννίσκος: Difference between revisions

From LSJ

πρᾶγμα ἐλπίδος κρεῖσσον γεγενημένον → the thing worse than one expected

Source
(42)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, Ν<br /><b>1.</b> [[μικρός]] ή [[ασήμαντος]] [[τύραννος]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) [[άτομο]] που καταπιέζει τους υφισταμένους του<br />β) [[μικρός]] [[βασανιστής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τύραννος]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ίσκος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>σατραπ</i>-<i>ίσκος</i>). Η λ. μαρτυρείται από το 1818 στον Αδ. Κοραή].
|mltxt=ο, Ν<br /><b>1.</b> [[μικρός]] ή [[ασήμαντος]] [[τύραννος]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) [[άτομο]] που καταπιέζει τους υφισταμένους του<br />β) [[μικρός]] [[βασανιστής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τύραννος]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ίσκος</i> ([[πρβλ]]. [[σατραπίσκος]]). Η λ. μαρτυρείται από το 1818 στον Αδ. Κοραή].
}}
}}

Latest revision as of 16:40, 11 May 2023

Greek Monolingual

ο, Ν
1. μικρός ή ασήμαντος τύραννος
2. μτφ. α) άτομο που καταπιέζει τους υφισταμένους του
β) μικρός βασανιστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύραννος + υποκορ. κατάλ. -ίσκος (πρβλ. σατραπίσκος). Η λ. μαρτυρείται από το 1818 στον Αδ. Κοραή].