φιληδονία: Difference between revisions
From LSJ
(45) |
(4b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η, ΝΜΑ [[φιλήδονος]]<br />το να [[είναι]] [[κανείς]] [[φιλήδονος]], η [[ροπή]] [[προς]] τις ηδονές, [[ιδίως]] τις σαρκικές. | |mltxt=η, ΝΜΑ [[φιλήδονος]]<br />το να [[είναι]] [[κανείς]] [[φιλήδονος]], η [[ροπή]] [[προς]] τις ηδονές, [[ιδίως]] τις σαρκικές. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φιληδονία:''' ἡ любовь к наслаждениям Plut., Diog. L. | |||
}} | }} |
Revision as of 05:40, 1 January 2019
English (LSJ)
ἡ,
A fondness for pleasure, Democr.159 (pl.), Agatharch.Fr.Hist.11, Hp.Ep.17, Epict. Gnom.45, Plu.2.12c, 21c, Sull.2, Max.Tyr.31.5, S.E.M.11.120, etc.
German (Pape)
[Seite 1277] ἡ, Liebe, Hang zum Vergnügen, Plut. ed. lib. 16.
Greek (Liddell-Scott)
φιληδονία: ἡ, ἀγάπη τῶν ἡδονῶν, συχν. παρὰ Πλουτ. ὡς 2. 12C, 21C.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
c. φιληδία.
Étymologie: φιλήδονος.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ φιλήδονος
το να είναι κανείς φιλήδονος, η ροπή προς τις ηδονές, ιδίως τις σαρκικές.
Russian (Dvoretsky)
φιληδονία: ἡ любовь к наслаждениям Plut., Diog. L.