τοπιάτικο: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses

Source
(41)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το, Ν<br /><b>1.</b> [[μίσθωμα]] για βοσκοτόπι<br /><b>2.</b> [[τόπος]] από όπου προμηθεύονται τα ξύλα για τα καμίνια οι ασβεστάδες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τόπος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιάτικο</i>, ουδ. της κατάλ. -<i>ιάτικος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>μην</i>-<i>ιάτικο</i>)].
|mltxt=το, Ν<br /><b>1.</b> [[μίσθωμα]] για βοσκοτόπι<br /><b>2.</b> [[τόπος]] από όπου προμηθεύονται τα ξύλα για τα καμίνια οι ασβεστάδες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τόπος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιάτικο</i>, ουδ. της κατάλ. -<i>ιάτικος</i> ([[πρβλ]]. [[μηνιάτικο]])].
}}
}}

Latest revision as of 16:35, 11 May 2023

Greek Monolingual

το, Ν
1. μίσθωμα για βοσκοτόπι
2. τόπος από όπου προμηθεύονται τα ξύλα για τα καμίνια οι ασβεστάδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τόπος + κατάλ. -ιάτικο, ουδ. της κατάλ. -ιάτικος (πρβλ. μηνιάτικο)].