τῆλις: Difference between revisions
Ἔλπιζε τιμῶν τοὺς θεοὺς πράξειν καλῶς → Spera felicitatem, si deos colas → Erhoffe Wohlergeh'n, wenn du die Götter ehrst
(41) |
(4b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-εως, ἡ, ΜΑ, και τίλις, Μ, και ιων. τ. γεν. -ιος και [[τήλη]], -ης, Α<br />το [[φυτό]] [[τήλι]], [[είδος]] του γένους [[κορίανδρο]] ή [[κόλιαντρο]]<br /><b>αρχ.</b><br />τᾱλις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Οι συνδέσεις της λ. με το αρχ. ινδ. <i>t</i><i>ā</i><i>la</i>- «[[κρασί]] από φοίνικες», το λατ. <i>t</i><i>ā</i><i>lea</i> «[[πάσσαλος]], [[μόσχευμα]]», [[καθώς]] και με το ελλ. [[τᾶλις]] δεν θεωρούνται πιθανές]. | |mltxt=-εως, ἡ, ΜΑ, και τίλις, Μ, και ιων. τ. γεν. -ιος και [[τήλη]], -ης, Α<br />το [[φυτό]] [[τήλι]], [[είδος]] του γένους [[κορίανδρο]] ή [[κόλιαντρο]]<br /><b>αρχ.</b><br />τᾱλις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Οι συνδέσεις της λ. με το αρχ. ινδ. <i>t</i><i>ā</i><i>la</i>- «[[κρασί]] από φοίνικες», το λατ. <i>t</i><i>ā</i><i>lea</i> «[[πάσσαλος]], [[μόσχευμα]]», [[καθώς]] και με το ελλ. [[τᾶλις]] δεν θεωρούνται πιθανές]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τῆλις:''' εως и ιδος ἡ бот. верблюжье сено (Trigonella [[foenum]] Graecum) Luc., Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:40, 1 January 2019
English (LSJ)
ἡ, gen. εως Hp.Mul.2.194, PTeb.55.8 (ii B.C.), etc., also ιος Hp.Epid.5.68 (= 7.65), PLille37.5,al.,
A PLond.ined.2360, PCair.Zen. 731.10 (all iii B.C.):—fenugreek, Trigonella Foenum-graecum, Il. cc., Thphr.HP3.17.2, PLond.1.131.290 (i A.D.), Dsc.2.102, Sor.1.56, al., Gal.6.537, PHolm.15.25, etc.; written τίλ- in good codd. of Gp.2.18.11, al.
τῆλις, ιδος, ἡ,
A v. τᾶλις.
German (Pape)
[Seite 1107] ιδος, ἡ, s. τᾶλις. εως u. ιδος, ἡ, ein Hülsengewächs, Bockshorn, foenum graecum; Ammian. 20 (XI, 413); Luc. Tragodop.
Greek (Liddell-Scott)
τῆλις: εως καὶ ιδος, ἡ, ἔλλοβον (ὀσπριῶδες) φυτόν, κοινῶς «μοσχοσίταρον», foenum Graecum, Ἱππ. 668. 27, Θεοφράστου π. Φυτ. Ἱστ. 3. 17, 2.
Greek Monolingual
-εως, ἡ, ΜΑ, και τίλις, Μ, και ιων. τ. γεν. -ιος και τήλη, -ης, Α
το φυτό τήλι, είδος του γένους κορίανδρο ή κόλιαντρο
αρχ.
τᾱλις.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Οι συνδέσεις της λ. με το αρχ. ινδ. tāla- «κρασί από φοίνικες», το λατ. tālea «πάσσαλος, μόσχευμα», καθώς και με το ελλ. τᾶλις δεν θεωρούνται πιθανές].
Russian (Dvoretsky)
τῆλις: εως и ιδος ἡ бот. верблюжье сено (Trigonella foenum Graecum) Luc., Anth.