ταχυπειθής: Difference between revisions
From LSJ
Theocritus, Idylls, 30.3
(40) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές, ΜΑ<br />[[εύπιστος]] («ἐγὼ δέ τις οὐ [[ταχυπειθής]]», Θεόφρ.)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που υπακούει εύκολα ή [[γρήγορα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ταχυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πειθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πείθω]]), <b>πρβλ.</b> <i>εὐ</i>-<i>πειθής</i>]. | |mltxt=-ές, ΜΑ<br />[[εύπιστος]] («ἐγὼ δέ τις οὐ [[ταχυπειθής]]», Θεόφρ.)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που υπακούει εύκολα ή [[γρήγορα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ταχυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πειθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πείθω]]), <b>πρβλ.</b> <i>εὐ</i>-<i>πειθής</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''τᾰχῠπειθής:''' -ές, αυτός που πείθεται [[γρήγορα]], [[εύπιστος]], σε Θεόκρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:00, 31 December 2018
English (LSJ)
ές,
A soon persuaded, credulous, Theoc.2.138, 7.38, Nonn.D.22.79. II obeying quickly or easily, ἀνέμων ῥιπή Tryph. 528.
German (Pape)
[Seite 1076] ές, schnell od. leicht überredet, leichtgläubig, Theocr. 2, 138. 7, 38; – schnell, leicht gehorchend.
Greek (Liddell-Scott)
τᾰχῠπειθής: -ές, ὁ ταχέως πειθόμενος, εὔπιστος, Θεόκρ. 2. 138., 7. 38. ΙΙ. ὁ ταχέως ἢ εὐκόλως ὑπακούων, Τρυφιόδ. (ὀρθότ. Τριφ-. 528.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 facile à persuader, crédule;
2 docile.
Étymologie: ταχύς, πείθω.
Greek Monolingual
-ές, ΜΑ
εύπιστος («ἐγὼ δέ τις οὐ ταχυπειθής», Θεόφρ.)
αρχ.
αυτός που υπακούει εύκολα ή γρήγορα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ- + -πειθής (< πείθω), πρβλ. εὐ-πειθής].
Greek Monotonic
τᾰχῠπειθής: -ές, αυτός που πείθεται γρήγορα, εύπιστος, σε Θεόκρ.