ὑποτειχίζω: Difference between revisions

From LSJ

οὔ ποτ' εἶμι τοῖς φυτεύσασίν γ' ὁμοῦ → I will never meet thοse who begat me

Source
(44)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[τειχίζω]]<br />[[χτίζω]] εγκάρσιο [[τείχος]].
|mltxt=Α [[τειχίζω]]<br />[[χτίζω]] εγκάρσιο [[τείχος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑποτειχίζω:''' μέλ. Αττ. <i>-ιῶ</i>, [[κτίζω]] [[τείχος]] από [[κάτω]] για αποκλεισμό ή κατά [[πλάτος]], διαγωνίως, [[κτίζω]] ένα εγκάρσιο [[τείχος]], σε Θουκ.
}}
}}

Revision as of 19:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποτειχίζω Medium diacritics: ὑποτειχίζω Low diacritics: υποτειχίζω Capitals: ΥΠΟΤΕΙΧΙΖΩ
Transliteration A: hypoteichízō Transliteration B: hypoteichizō Transliteration C: ypoteichizo Beta Code: u(poteixi/zw

English (LSJ)

   A build a wall under or so as to intercept, build a crosswall, Th.6.99, App.Ill.19.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποτειχίζω: κτίζω τεῖχος ὑποκάτω πρὸς ἀποκλεισμόν, κτίζω τεῖχος ἐγκάρσιον, Θουκ. 6. 99, Ἀππ. Ἰλλυρ. 19.

French (Bailly abrégé)

fortifier au-dessous par un mur, construire un mur de soutien.
Étymologie: ὑπό, τειχίζω.

Greek Monolingual

Α τειχίζω
χτίζω εγκάρσιο τείχος.

Greek Monotonic

ὑποτειχίζω: μέλ. Αττ. -ιῶ, κτίζω τείχος από κάτω για αποκλεισμό ή κατά πλάτος, διαγωνίως, κτίζω ένα εγκάρσιο τείχος, σε Θουκ.