τρισάσμενος: Difference between revisions

From LSJ

δασύποδα λαγὼν παραδραμεῖται χελώνη → the tortoise will outrun the hairy-footed hare

Source
(42)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />προθυμότατος («καὶ ἡμῑν γ' ἂν οἶδ' ὅτι [[τρισάσμενος]] ταῡτ' ἐποίη», <b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> επιτατ. <i>τρισ</i>-/<i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἄσμενος]] «[[ευτυχής]]»].
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />προθυμότατος («καὶ ἡμῑν γ' ἂν οἶδ' ὅτι [[τρισάσμενος]] ταῡτ' ἐποίη», <b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> επιτατ. <i>τρισ</i>-/<i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἄσμενος]] «[[ευτυχής]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τρισάσμενος:''' -η, -ον, [[τρεις]] φορές [[ευχαριστημένος]], [[τρεις]] φορές [[πρόθυμος]], σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 19:32, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐσάσμενος Medium diacritics: τρισάσμενος Low diacritics: τρισάσμενος Capitals: ΤΡΙΣΑΣΜΕΝΟΣ
Transliteration A: trisásmenos Transliteration B: trisasmenos Transliteration C: trisasmenos Beta Code: trisa/smenos

English (LSJ)

η, ον,

   A thrice-pleased, most willing, X.An.3.2.24.

Greek (Liddell-Scott)

τρισάσμενος: -η, -ον, ὁ τρὶς ἄσμενος, προθυμότατος, τρισάσμενος ταῦτ’ ἐποίει Ξεν. Ἀν. 3. 2, 24, Ἐφραὶμ Καισ. 4545.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
qui fait qch très volontiers.
Étymologie: τρίς, ἄσμενος.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
προθυμότατος («καὶ ἡμῑν γ' ἂν οἶδ' ὅτι τρισάσμενος ταῡτ' ἐποίη», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ-/τρι- + ἄσμενος «ευτυχής»].

Greek Monotonic

τρισάσμενος: -η, -ον, τρεις φορές ευχαριστημένος, τρεις φορές πρόθυμος, σε Ξεν.