συνεπιστέλλω: Difference between revisions

From LSJ

Ἔστιν Δίκης ὀφθαλμός, ὃς τὰ πάνθ' ὁρᾷ → Die Dike hat ein Auge, das nichts übersieht → Das Recht besitzt ein Auge, welches alles sieht

Menander, Monostichoi, 179
(39)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[ἐπιστέλλω]]<br /><b>1.</b> [[εξουσιοδοτώ]] συγχρόνως<br /><b>2.</b> [[αποστέλλω]] [[κάτι]] [[μαζί]] με [[κάτι]] [[άλλο]].
|mltxt=Α [[ἐπιστέλλω]]<br /><b>1.</b> [[εξουσιοδοτώ]] συγχρόνως<br /><b>2.</b> [[αποστέλλω]] [[κάτι]] [[μαζί]] με [[κάτι]] [[άλλο]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''συνεπιστέλλω:''' [[στέλνω]], [[πέμπω]] μαζί ή από κοινού με κάποιον, σε Λουκ.
}}
}}

Revision as of 19:04, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεπιστέλλω Medium diacritics: συνεπιστέλλω Low diacritics: συνεπιστέλλω Capitals: ΣΥΝΕΠΙΣΤΕΛΛΩ
Transliteration A: synepistéllō Transliteration B: synepistellō Transliteration C: synepistello Beta Code: sunepiste/llw

English (LSJ)

   A authorize at the same time, BGU1741.8 (i B.C.), POxy.1024.6 (ii A.D.); send with or together, Luc.Sat.15.

Greek (Liddell-Scott)

συνεπιστέλλω: ἐπιστέλλω μετά τινος ἢ ὁμοῦ, ἐπαχθὲς δὲ μηδὲν συνεπιστελλέτω Λουκ. Κρονοσ. 15.

French (Bailly abrégé)

mander ou faire savoir en même temps.
Étymologie: σύν, ἐπιστέλλω.

Greek Monolingual

Α ἐπιστέλλω
1. εξουσιοδοτώ συγχρόνως
2. αποστέλλω κάτι μαζί με κάτι άλλο.

Greek Monolingual

Α ἐπιστέλλω
1. εξουσιοδοτώ συγχρόνως
2. αποστέλλω κάτι μαζί με κάτι άλλο.

Greek Monotonic

συνεπιστέλλω: στέλνω, πέμπω μαζί ή από κοινού με κάποιον, σε Λουκ.