συσσωρεύω: Difference between revisions

From LSJ

πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → The good father does not hold anger towards his son (Chaeremon, fragment 35)

Source
(40)
(4b)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ [[σωρεύω]]<br />[[μαζεύω]] [[πολλά]] πράγματα σε ένα [[μέρος]], φτειάχνω σωρό («[[πλῆθος]] ἄμμου συσσωρεύει», <b>Διόδ.</b>).
|mltxt=ΝΜΑ [[σωρεύω]]<br />[[μαζεύω]] [[πολλά]] πράγματα σε ένα [[μέρος]], φτειάχνω σωρό («[[πλῆθος]] ἄμμου συσσωρεύει», <b>Διόδ.</b>).
}}
{{elru
|elrutext='''συσσωρεύω:''' нагромождать (τὸ [[πλῆθος]] ἄμμου Diod.).
}}
}}

Revision as of 04:24, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συσσωρεύω Medium diacritics: συσσωρεύω Low diacritics: συσσωρεύω Capitals: ΣΥΣΣΩΡΕΥΩ
Transliteration A: syssōreúō Transliteration B: syssōreuō Transliteration C: syssoreyo Beta Code: susswreu/w

English (LSJ)

   A heap up together, Heraclid.Lemb.3, D.S.3.40, Dsc.2.181, Vett.Val.131.3.

Greek (Liddell-Scott)

συσσωρεύω: σωρεύω ὁμοῦ εἰς ἓν μέρος, ἐπισωρεύω, Διόδ. 3. 40, Ἀθήν. 333Β, Ἰώσηπ.

Greek Monolingual

ΝΜΑ σωρεύω
μαζεύω πολλά πράγματα σε ένα μέρος, φτειάχνω σωρό («πλῆθος ἄμμου συσσωρεύει», Διόδ.).

Russian (Dvoretsky)

συσσωρεύω: нагромождать (τὸ πλῆθος ἄμμου Diod.).