σφοδελός: Difference between revisions
From LSJ
οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν → I was not born to hate, but to love | Tis not my nature to join in hating, but in loving (Sophocles, Antigone 523)
(40) |
(4b) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ή σφόδελος, ὁ, Α<br />το [[φυτό]] [[ασφόδελος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀσφόδελος]] / [[ἀσφοδελός]], με σίγηση του αρκτικού άτονου <i>α</i>-]. | |mltxt=ή σφόδελος, ὁ, Α<br />το [[φυτό]] [[ασφόδελος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀσφόδελος]] / [[ἀσφοδελός]], με σίγηση του αρκτικού άτονου <i>α</i>-]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σφοδελός:''' ὁ Arph. = [[ἀσφόδελος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:28, 1 January 2019
English (LSJ)
ὁ,
A = ἀσφόδελος, Ar.Fr.674, cf.Hdn.Gr.2.152; proparox. in Hsch. (σφοδελός and σποδελός were read by some in Hom., v. Hdn.Gr. l.c.)
Greek (Liddell-Scott)
σφοδελός: ὁ, = ἀσφόδελος, Ἀριστοφ. ἐν Μeineke Κωμικ. Ἀποσπ. 2, σ. 1198.
Greek Monolingual
ή σφόδελος, ὁ, Α
το φυτό ασφόδελος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀσφόδελος / ἀσφοδελός, με σίγηση του αρκτικού άτονου α-].
Russian (Dvoretsky)
σφοδελός: ὁ Arph. = ἀσφόδελος.