σφυγματώδης: Difference between revisions

From LSJ

Ἐν τοῖς κακοῖς δὲ τοὺς φίλους εὐεργέτει → Bene fac amicis, res habent quorum male → Im Unglück aber tue deinen Freunden wohl

Menander, Monostichoi, 147
(40)
(nl)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ῶδες, ΜΑ<br />αυτός που πάλλεται όπως ο [[σφυγμός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>σφυγματωδῶς</i> Α<br />με σφυγματώδη τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σφυγμός]]. Το επίθ. [[είναι]] σχηματισμένο μέσω ενός αμάρτυρου ουδ. <i>σφύγμα</i>, -<i>ατος</i>].
|mltxt=-ῶδες, ΜΑ<br />αυτός που πάλλεται όπως ο [[σφυγμός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>σφυγματωδῶς</i> Α<br />με σφυγματώδη τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σφυγμός]]. Το επίθ. [[είναι]] σχηματισμένο μέσω ενός αμάρτυρου ουδ. <i>σφύγμα</i>, -<i>ατος</i>].
}}
{{elnl
|elnltext=σφυγμᾰτώδης -ες [σφυγμός] hevig kloppend:. οὖς... σ. een hevig kloppend (ontstoken) oor Hp. Art. 40; τὴν μὲν χαρὰν ἔχουσα φλεγμονῆς δίκην... σφυγματώδη met een vreugde die bonsde als een gezwel [Plat.] Ax. 368d.
}}
}}

Revision as of 10:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφυγμᾰτώδης Medium diacritics: σφυγματώδης Low diacritics: σφυγματώδης Capitals: ΣΦΥΓΜΑΤΩΔΗΣ
Transliteration A: sphygmatṓdēs Transliteration B: sphygmatōdēs Transliteration C: sfygmatodis Beta Code: sfugmatw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A throbbing, Hp.Art.40 (as v.l. for σφυγμῶδες), Pl.Ax.368d, Plu.2.1088d, Sor.2.10. Adv. -δῶς Gal.5.157.

German (Pape)

[Seite 1052] ες, = σφυγμώδης; Plat. χαρά, Ax. 368 d; Plut. non posse 3.

Greek (Liddell-Scott)

σφυγμᾰτώδης: -ες, = σφυγμώδης, πάλλων ἐν εἴδει σφυγμοῦ, Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 805, Πλάτ. Ἀξίοχ. 368D, Πλούτ. 2. 1088D. - Ἐπίρρ. -δῶς, Βυζ.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
agité de pulsations ; τὸ σφυγματῶδες le mouvement des pulsations.
Étymologie: *σφύγμα, c. σφυγμός, -ωδης.

Greek Monolingual

-ῶδες, ΜΑ
αυτός που πάλλεται όπως ο σφυγμός.
επίρρ...
σφυγματωδῶς Α
με σφυγματώδη τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφυγμός. Το επίθ. είναι σχηματισμένο μέσω ενός αμάρτυρου ουδ. σφύγμα, -ατος].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σφυγμᾰτώδης -ες [σφυγμός] hevig kloppend:. οὖς... σ. een hevig kloppend (ontstoken) oor Hp. Art. 40; τὴν μὲν χαρὰν ἔχουσα φλεγμονῆς δίκην... σφυγματώδη met een vreugde die bonsde als een gezwel [Plat.] Ax. 368d.