ταχύρροθος: Difference between revisions
From LSJ
τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόν → what is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful
(40) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) αυτός που τρέχει με πολλή [[ορμή]] («ταχυρρόθους λόγους», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ταχυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ρροθος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ῥόθος]] «[[θόρυβος]]»), <b>πρβλ.</b> <i>πολύ</i>-<i>ρροθος</i>]. | |mltxt=-ον, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) αυτός που τρέχει με πολλή [[ορμή]] («ταχυρρόθους λόγους», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ταχυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ρροθος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ῥόθος]] «[[θόρυβος]]»), <b>πρβλ.</b> <i>πολύ</i>-<i>ρροθος</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''τᾰχύρροθος:''' -ον, αυτός που τρέχει με [[μεγάλη]] [[ορμή]], [[ταχύς]], σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:04, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A swift-rushing, λόγοι A.Th.286.
Greek (Liddell-Scott)
τᾰχύρροθος: -ον, ὁ τρέχων μετὰ πολλῆς ὁρμῆς, ταχύς, λόγοι Αἰσχύλ. Θήβ. 285.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui s’élance vivement, impétueux.
Étymologie: ταχύς, ῥόθος.
Greek Monolingual
-ον, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που τρέχει με πολλή ορμή («ταχυρρόθους λόγους», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ- + -ρροθος (< ῥόθος «θόρυβος»), πρβλ. πολύ-ρροθος].
Greek Monotonic
τᾰχύρροθος: -ον, αυτός που τρέχει με μεγάλη ορμή, ταχύς, σε Αισχύλ.