τειχύδριον: Difference between revisions

From LSJ

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source
(40)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=τὸ, Α<br />μικρό [[τείχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τεῖχος]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ύδριον</i> (<b>πρβλ.</b> <i>λογ</i>-<i>ύδριον</i>)].
|mltxt=τὸ, Α<br />μικρό [[τείχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τεῖχος]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ύδριον</i> (<b>πρβλ.</b> <i>λογ</i>-<i>ύδριον</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τειχύδριον:''' τό, υποκορ. του [[τεῖχος]], σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 19:32, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τειχύδριον Medium diacritics: τειχύδριον Low diacritics: τειχύδριον Capitals: ΤΕΙΧΥΔΡΙΟΝ
Transliteration A: teichýdrion Transliteration B: teichydrion Transliteration C: teichydrion Beta Code: teixu/drion

English (LSJ)

τό, Dim. of τεῖχος, X.HG2.1.28.

German (Pape)

[Seite 1082] τό, dim. von τεῖχος, Xen. Hell. 2, 1, 28, kleines Kastell.

Greek (Liddell-Scott)

τειχύδριον: τό, ὑποκορ. τοῦ τεῖχος, Ξεν. Ἑλλ. 2. 1, 28. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 147, Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σ. 409.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
petite fortification.
Étymologie: dim. de τεῖχος.

Greek Monolingual

τὸ, Α
μικρό τείχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τεῖχος + υποκορ. κατάλ. -ύδριον (πρβλ. λογ-ύδριον)].

Greek Monotonic

τειχύδριον: τό, υποκορ. του τεῖχος, σε Ξεν.