τηλέπλανος: Difference between revisions

From LSJ

Ῥοπή ‘στιν ἡμῶνβίος, ὥσπερζυγός → Paulo momento, ut trutina, vita impellitur → Wie eine Waage hält das Leben Gleichgewicht

Menander, Monostichoi, 465
(41)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που περιπλανιέται σε μακρινά μέρη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τηλ</i>(<i>ε</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πλανος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>πλανῶμαι</i>), <b>πρβλ.</b> <i>ἀλί</i>-<i>πλανος</i>, <i>πολύ</i>-<i>πλανος</i>].
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που περιπλανιέται σε μακρινά μέρη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τηλ</i>(<i>ε</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πλανος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>πλανῶμαι</i>), <b>πρβλ.</b> <i>ἀλί</i>-<i>πλανος</i>, <i>πολύ</i>-<i>πλανος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τηλέπλᾰνος:''' -ον, αυτός που παραπλανά από [[μακριά]], ύπουλος, σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 19:56, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τηλέπλᾰνος Medium diacritics: τηλέπλανος Low diacritics: τηλέπλανος Capitals: ΤΗΛΕΠΛΑΝΟΣ
Transliteration A: tēléplanos Transliteration B: tēleplanos Transliteration C: tileplanos Beta Code: thle/planos

English (LSJ)

ον,

   A far-wandering, πλάναι τ. devious wanderings, A.Pr.576 (lyr., restored by Seidler metri gr. for τηλέπλαγκτοι).

Greek (Liddell-Scott)

τηλέπλᾰνος: ὁ μακρὰν πλανώμενος, ποῖ μ’ ἄγουσι τηλέπλανοι πλάναι; Αἰσχύλ. Πρ. 576· - ἐκ διορθώσεως τοῦ Elmsl. χάριν τοῦ μέτρου ἀντὶ τηλέπλαγκτοι.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui erre au loin.
Étymologie: τῆλε, πλανάομαι.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που περιπλανιέται σε μακρινά μέρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τηλ(ε)- + -πλανος (< πλανῶμαι), πρβλ. ἀλί-πλανος, πολύ-πλανος].

Greek Monotonic

τηλέπλᾰνος: -ον, αυτός που παραπλανά από μακριά, ύπουλος, σε Αισχύλ.