τρία: Difference between revisions

From LSJ

Ἐλεύθερον φύλαττε τὸν σαυτοῦ τρόπον → Te liberum ipse moribus praesta tuis → Die Freiheit wahre deiner eignen Lebensart

Menander, Monostichoi, 144
(41)
(6)
Line 10: Line 10:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ<br />(απόλ. αριθμτ.) <b>βλ.</b> [[τρεις]].
|mltxt=ΝΜΑ<br />(απόλ. αριθμτ.) <b>βλ.</b> [[τρεις]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τρία:''' ουδ. του [[τρεῖς]].
}}
}}

Revision as of 02:12, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 1139] neutr. von τρεῖς (w. m. s.), Hom.

Greek (Liddell-Scott)

τρία: καὶ δύο (δηλ. κεκραμένον Ἀριστοφ. Ἱππ. 1187)· «ἐπὶ κράσεως πότου. δύο δὲ ἦσαν κράσεις· τρεῖς μὲν ὕδατος πρὸς ἕνα καὶ πέντε ὕδατος πρὸς δύο» Ἡσύχ. - Κατὰ τὸν Σχολ. Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.: «τρία καὶ δύο, τρία μέρη ὕδατος ἐπιδεχόμενον, οἴνου δὲ δύο· ἀρίστη δὲ κρᾶσις οἴνου δύο μέρη καὶ ὕδατος τρία».

French (Bailly abrégé)

neutre de τρεῖς.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
(απόλ. αριθμτ.) βλ. τρεις.

Greek Monotonic

τρία: ουδ. του τρεῖς.