Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τρεπτός: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
(41)
(4b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, ΜΑ [[τρέπω]]<br />ο [[δεκτικός]] μεταβολής, ο [[μεταβλητός]] («τρεπτὴν [[εἶναι]] τὴν οὐσίαν», Σέξτ. Εμπ.).
|mltxt=-ή, -όν, ΜΑ [[τρέπω]]<br />ο [[δεκτικός]] μεταβολής, ο [[μεταβλητός]] («τρεπτὴν [[εἶναι]] τὴν οὐσίαν», Σέξτ. Εμπ.).
}}
{{elru
|elrutext='''τρεπτός:''' [adj. verb. к [[τρέπω]] (из)меняющийся, изменчивый Arst., Plut., Sext.
}}
}}

Revision as of 07:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρεπτός Medium diacritics: τρεπτός Low diacritics: τρεπτός Capitals: ΤΡΕΠΤΟΣ
Transliteration A: treptós Transliteration B: treptos Transliteration C: treptos Beta Code: trepto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A liable to be turned or changed, Arist.Mu.392a33, S.E.M.7.434, etc.; εἰς ἄλληλα Placit.1.17.4.    2 liable to be turned, of persons, Ph.1.648; θεοί Them.Or.7.98c.

Greek (Liddell-Scott)

τρεπτός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθετ., ὁ δυνάμενος νὰ τραπῇ, ἢ νὰ μεταβληθῇ, Ἀριστ. π. Κόσμ. 2. 10· τρεπτὴν εἶναι τὴν οὐσίαν Σέξ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 434, Πλούτ., κλπ.· τρεπτὰ εἰς ἄλληλα Πλούτ. 2. 883Β.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
tournant, changeant, variable.
Étymologie: τρέπω.

Greek Monolingual

-ή, -όν, ΜΑ τρέπω
ο δεκτικός μεταβολής, ο μεταβλητός («τρεπτὴν εἶναι τὴν οὐσίαν», Σέξτ. Εμπ.).

Russian (Dvoretsky)

τρεπτός: [adj. verb. к τρέπω (из)меняющийся, изменчивый Arst., Plut., Sext.