τρωγλοδυτικός: Difference between revisions
ὅσα ἦν νενοσσευμένα ὀρνίθων γένεα → as many species of birds as had their nests, all the other kinds of birds which had been hatched
(42) |
(4b) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό /[[τρωγλοδυτικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[τρωγλοδύτης]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους [[Τρωγλοδύτες]]<br /><b>2.</b> (<b>το θηλ. ως κύριο όν.</b>) <i>η Τρωγλοδυτική</i><br />(ενν. [[χώρα]]) η [[χώρα]] τών Τρωγλοδυτών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ζει σε τρώγλες, σε σπηλιές («ζώα τρωγλοδυτικά», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> το [[φυτό]] [[σμύρνα]], τρωγλῑτις. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>τρωγλοδυτικῶς</i> Α<br />όπως ο [[τρωγλοδύτης]] («τρωγλοδυτικῶς οἰκεῑν», <b>Στράβ.</b>). | |mltxt=-ή, -ό /[[τρωγλοδυτικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[τρωγλοδύτης]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους [[Τρωγλοδύτες]]<br /><b>2.</b> (<b>το θηλ. ως κύριο όν.</b>) <i>η Τρωγλοδυτική</i><br />(ενν. [[χώρα]]) η [[χώρα]] τών Τρωγλοδυτών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ζει σε τρώγλες, σε σπηλιές («ζώα τρωγλοδυτικά», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> το [[φυτό]] [[σμύρνα]], τρωγλῑτις. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>τρωγλοδυτικῶς</i> Α<br />όπως ο [[τρωγλοδύτης]] («τρωγλοδυτικῶς οἰκεῑν», <b>Στράβ.</b>). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τρωγλοδῠτικός:''' живущий в норе, пещерный: τὰ τρωγλοδυτικά (sc. ζῷα) Arst. животные, обитающие в норах. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:56, 1 January 2019
English (LSJ)
ή, όν,
A of or for dwellers in holes, ζῷα τ. animals that dwell in holes, Arist.HA 488a23, al. II of or belonging to the Troglodytes, v. Τρωγοδυτικός. III τρωγλοδυτική, v. τρωγλῖτις.
Greek (Liddell-Scott)
τρωγλοδῠτικός: -ή, -όν, ὁ ζῶν ἐν τρώγλαις, ζῷα τρωγλοδυτικά, ζῷα ζῶντα ἐν τρώγλαις, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 27. ΙΙ. ὁ ἀνήκων ἢ ἀρμόζων εἰς τοὺς Τρωγλοδύτας. Στράβ. 768, κλπ.· ὡσαύτως ἡ τρωγλοδύτις. Διόδ. 1. 30. - Ἐπίρρ. -δυτικῶς, δίκην Τρωγλοδύτου, Στράβ. 828.
Greek Monolingual
-ή, -ό /τρωγλοδυτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ τρωγλοδύτης
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Τρωγλοδύτες
2. (το θηλ. ως κύριο όν.) η Τρωγλοδυτική
(ενν. χώρα) η χώρα τών Τρωγλοδυτών
αρχ.
1. αυτός που ζει σε τρώγλες, σε σπηλιές («ζώα τρωγλοδυτικά», Αριστοτ.)
2. το θηλ. ως ουσ. το φυτό σμύρνα, τρωγλῑτις.
επίρρ...
τρωγλοδυτικῶς Α
όπως ο τρωγλοδύτης («τρωγλοδυτικῶς οἰκεῑν», Στράβ.).
Russian (Dvoretsky)
τρωγλοδῠτικός: живущий в норе, пещерный: τὰ τρωγλοδυτικά (sc. ζῷα) Arst. животные, обитающие в норах.