υγρόσαρκος: Difference between revisions

From LSJ

Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut

Menander, Monostichoi, 66
(42)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[ὑγρόσαρκος]], -ον, ΝΑ<br />αυτός που δίνει την [[εντύπωση]] ότι έχει υγρές σάρκες, [[πλαδαρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὑγρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>σαρκος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>σαρξ</i>, <i>σαρ</i>-<i>κός</i>), <b>πρβλ.</b> <i>παχύ</i>-<i>σαρκος</i>].
|mltxt=-η, -ο / [[ὑγρόσαρκος]], -ον, ΝΑ<br />αυτός που δίνει την [[εντύπωση]] ότι έχει υγρές σάρκες, [[πλαδαρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὑγρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>σαρκος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>σαρξ</i>, <i>σαρ</i>-<i>κός</i>), [[πρβλ]]. [[παχύσαρκος]]].
}}
}}

Latest revision as of 11:52, 10 May 2023

Greek Monolingual

-η, -ο / ὑγρόσαρκος, -ον, ΝΑ
αυτός που δίνει την εντύπωση ότι έχει υγρές σάρκες, πλαδαρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + -σαρκος (< σαρξ, σαρ-κός), πρβλ. παχύσαρκος].