ὑδροποσία: Difference between revisions

From LSJ

Οὐδεὶς ἀνίας χρήματα δοὺς ἐπαύσατο → Nullum e maerore exemit data pecunia → Mit Geld hat keiner noch beendet eine Qual

Menander, Monostichoi, 439
(42)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=η / [[ὑδροποσία]], ΝΜΑ, και ιων. τ. ὑδροποσίη και δ. τ. [[ὑδροπωσίη]] Α [[υδροπότης]]<br />[[πόση]] νερού.
|mltxt=η / [[ὑδροποσία]], ΝΜΑ, και ιων. τ. ὑδροποσίη και δ. τ. [[ὑδροπωσίη]] Α [[υδροπότης]]<br />[[πόση]] νερού.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑδροποσία:''' Ιων. -ίη, ἡ, [[πόση]] νερού, σε Ξεν. κ.λπ.
}}
}}

Revision as of 19:08, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑδροποσία Medium diacritics: ὑδροποσία Low diacritics: υδροποσία Capitals: ΥΔΡΟΠΟΣΙΑ
Transliteration A: hydroposía Transliteration B: hydroposia Transliteration C: ydroposia Beta Code: u(droposi/a

English (LSJ)

Ion. -ιη, ἡ,

   A water-drinking, Hp. Acut.37, Int.45 (v.l. -πωσίη), X.Cyr.1.5.12, Pl.Lg.674a, Sor.1.65, etc.

German (Pape)

[Seite 1174] ἡ, das Wassertrinken; Xen. Cyr. 1, 5, 12; Plat. Legg. II, 674 a, ὑδροποσίαις ξυγγίγνεσθαι, immer Wasser trinken.

Greek (Liddell-Scott)

ὑδροποσία: Ἰων. -ίη, ἡ, τὸ πίνειν ὕδωρ, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 389, Ξεν. Κύρ. 1. 5, 12, Πλάτ. Νόμ. 674Α, κλπ., ἴδε τὸ ἑπόμ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
habitude de ne boire que de l’eau.
Étymologie: ὑδροπότης.

Greek Monolingual

η / ὑδροποσία, ΝΜΑ, και ιων. τ. ὑδροποσίη και δ. τ. ὑδροπωσίη Α υδροπότης
πόση νερού.

Greek Monotonic

ὑδροποσία: Ιων. -ίη, ἡ, πόση νερού, σε Ξεν. κ.λπ.