φιλοκαρποφόρος: Difference between revisions

From LSJ

ἐπὶ ξυροῦ γὰρ ἀκμῆς ἔχεται ἡμῖν τὰ πρήγματα → our affairs are balanced on a razor's edge, our affairs are set upon the razor's edge

Source
(45)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει άφθονους καρπούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[καρποφόρος]].
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει άφθονους καρπούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[καρποφόρος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''φῐλοκαρποφόρος:''' -ον, αυτός που φέρει άφθονους καρπούς, σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 18:59, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλοκαρποφόρος Medium diacritics: φιλοκαρποφόρος Low diacritics: φιλοκαρποφόρος Capitals: ΦΙΛΟΚΑΡΠΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: philokarpophóros Transliteration B: philokarpophoros Transliteration C: filokarpoforos Beta Code: filokarpofo/ros

English (LSJ)

ον,

   A bearing fruit abundantly, θέρος ib.6.42.

German (Pape)

[Seite 1280] gern Frucht tragend, fruchtreich, θέρος Ep. ad. 177 (VI, 42).

Greek (Liddell-Scott)

φῐλοκαρποφόρος: -ον, ὁ ἀφθόνως καρποφορῶν, θέρος Ἀνθ. Παλ. 6. 42.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
très fécond.
Étymologie: φίλος, καρποφόρος.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει άφθονους καρπούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + καρποφόρος.

Greek Monotonic

φῐλοκαρποφόρος: -ον, αυτός που φέρει άφθονους καρπούς, σε Ανθ.