φρύνος: Difference between revisions
From LSJ
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
(45) |
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο / φρῡνος, ΝΜΑ, και | |mltxt=ο / φρῡνος, ΝΜΑ, και φροῦν | ||
ος Μ, και φρῡνος, ἡ, Α<br />[[βάτραχος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ζωολ.</b> γενική [[κοινή]] [[ονομασία]] [[συνήθως]] μεγαλόσωμων άνουρων αμφιβίων, πολύ συγγενικών με τους βατράχους, τα οποία όμως, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] αυτούς, έχουν τραχύ και ξηρό [[δέρμα]], καλυμμένο [[συχνά]] από φύματα με δηλητηριώδεις αδένες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[φρύνη]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:30, 27 March 2021
Greek Monolingual
ο / φρῡνος, ΝΜΑ, και φροῦν
ος Μ, και φρῡνος, ἡ, Α
βάτραχος
νεοελλ.
ζωολ. γενική κοινή ονομασία συνήθως μεγαλόσωμων άνουρων αμφιβίων, πολύ συγγενικών με τους βατράχους, τα οποία όμως, σε αντιδιαστολή προς αυτούς, έχουν τραχύ και ξηρό δέρμα, καλυμμένο συχνά από φύματα με δηλητηριώδεις αδένες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. φρύνη.