χαριτήσιος: Difference between revisions
From LSJ
(46) |
m (Text replacement - "<i>τὰ [[" to "τὰ [[") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, τ. ουδ. στον πληθ. και χαριτείσια, Α<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις Χάριτες<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ [[χαριτήσιον]]<br />α) ευχαριστήρια [[προσφορά]]<br />β) [[επωδή]] για την [[επίτευξη]] εύνοιας<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) | |mltxt=-ον, τ. ουδ. στον πληθ. και χαριτείσια, Α<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις Χάριτες<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ [[χαριτήσιον]]<br />α) ευχαριστήρια [[προσφορά]]<br />β) [[επωδή]] για την [[επίτευξη]] εύνοιας<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) τὰ [[χαριτήσια]] και <i>χαριτείσια</i><br />[[γιορτή]] [[προς]] τιμήν τών Χαρίτων στον Ορχομενό<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[χαριτήσιον]] [[ἱερόν]]» — [[ναός]] αφιερωμένος στις Χάριτες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χάρις]], -<i>ιτος</i>, [[κατά]] το [[φιλοτήσιος]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:20, 14 January 2019
Greek Monolingual
-ον, τ. ουδ. στον πληθ. και χαριτείσια, Α
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις Χάριτες
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ χαριτήσιον
α) ευχαριστήρια προσφορά
β) επωδή για την επίτευξη εύνοιας
3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ χαριτήσια και χαριτείσια
γιορτή προς τιμήν τών Χαρίτων στον Ορχομενό
4. φρ. «χαριτήσιον ἱερόν» — ναός αφιερωμένος στις Χάριτες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις, -ιτος, κατά το φιλοτήσιος.