χειμωνοτύπος: Difference between revisions
From LSJ
(46) |
(4b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) αυτός που πλήττει [[κάτι]] με [[σφοδρότητα]] («λαίλαπι χειμωνοτύπῳ, βροντῇ στεροπῇ», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χειμών]], -<i>ῶνος</i> <span style="color: red;">+</span> -[[τύπος]] (<span style="color: red;"><</span> [[τύπτω]] «[[χτυπώ]]»), <b>πρβλ.</b> <i>χαλκο</i>-[[τύπος]]. | |mltxt=-ον, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) αυτός που πλήττει [[κάτι]] με [[σφοδρότητα]] («λαίλαπι χειμωνοτύπῳ, βροντῇ στεροπῇ», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χειμών]], -<i>ῶνος</i> <span style="color: red;">+</span> -[[τύπος]] (<span style="color: red;"><</span> [[τύπτω]] «[[χτυπώ]]»), <b>πρβλ.</b> <i>χαλκο</i>-[[τύπος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''χειμωνοτύπος:''' (ῠ) налетающий бурей, бушующий ([[λαῖλαψ]] Aesch.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:08, 1 January 2019
English (LSJ)
[ῠ], ον,
A buffeting stormily, λαῖλαψ A.Supp.34 (anap.).
German (Pape)
[Seite 1343] mit Sturmwind schlagend, peitschend, λαῖλαψ Aesch. Suppl. 35.
Greek (Liddell-Scott)
χειμωνοτύπος: [ῡ], -ον, ὁ διὰ τρικυμίας τύπτων, προσβάλλων· μαστίζων, λαίλαπι χειμωνοτύπῳ Αἰσχύλ. Ἱκ. 34.
Greek Monolingual
-ον, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που πλήττει κάτι με σφοδρότητα («λαίλαπι χειμωνοτύπῳ, βροντῇ στεροπῇ», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειμών, -ῶνος + -τύπος (< τύπτω «χτυπώ»), πρβλ. χαλκο-τύπος.
Russian (Dvoretsky)
χειμωνοτύπος: (ῠ) налетающий бурей, бушующий (λαῖλαψ Aesch.).