χιτώνιο: Difference between revisions
From LSJ
ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας → anyone who has died has been set free from sin, the person who has died has been freed from sin, someone who has died has been freed from sin (Romans 6:7)
(46) |
m (Text replacement - "ταῑς " to "ταῖς ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το / [[χιτώνιον]], ΝΜΑ [[χιτών]]<br />(στην [[αρχαιότητα]]) (ως υποκορ. τ. του [[χιτών]]) [[κοντός]] [[χιτώνας]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>στρ.</b> το στρατιωτικό [[αμπέχονο]]<br /><b>2.</b> <b>(μυκητ.)</b> [[γένος]] βασιδιομυκήτων<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[χιτώνιο]] πυροβόλου»<br /><b>στρ.</b> [[πρόσθετος]] [[κυλινδρικός]] [[σωλήνας]] με τον οποίο περιβάλλεται το [[πίσω]] [[τμήμα]] του [[σωλήνα]] του πυροβόλου<br /><b>αρχ.</b><br />([[ιδίως]]) [[είδος]] λεπτού πολυτελούς γυναικείου ενδύματος («καὶ | |mltxt=το / [[χιτώνιον]], ΝΜΑ [[χιτών]]<br />(στην [[αρχαιότητα]]) (ως υποκορ. τ. του [[χιτών]]) [[κοντός]] [[χιτώνας]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>στρ.</b> το στρατιωτικό [[αμπέχονο]]<br /><b>2.</b> <b>(μυκητ.)</b> [[γένος]] βασιδιομυκήτων<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[χιτώνιο]] πυροβόλου»<br /><b>στρ.</b> [[πρόσθετος]] [[κυλινδρικός]] [[σωλήνας]] με τον οποίο περιβάλλεται το [[πίσω]] [[τμήμα]] του [[σωλήνα]] του πυροβόλου<br /><b>αρχ.</b><br />([[ιδίως]]) [[είδος]] λεπτού πολυτελούς γυναικείου ενδύματος («καὶ ταῖς ἀδελφαῑς ἀγοράσαι [[χιτώνιον]]», <b>Αριστοφ.</b>). | ||
}} | }} |
Revision as of 09:00, 27 March 2021
Greek Monolingual
το / χιτώνιον, ΝΜΑ χιτών
(στην αρχαιότητα) (ως υποκορ. τ. του χιτών) κοντός χιτώνας
νεοελλ.
1. στρ. το στρατιωτικό αμπέχονο
2. (μυκητ.) γένος βασιδιομυκήτων
3. φρ. «χιτώνιο πυροβόλου»
στρ. πρόσθετος κυλινδρικός σωλήνας με τον οποίο περιβάλλεται το πίσω τμήμα του σωλήνα του πυροβόλου
αρχ.
(ιδίως) είδος λεπτού πολυτελούς γυναικείου ενδύματος («καὶ ταῖς ἀδελφαῑς ἀγοράσαι χιτώνιον», Αριστοφ.).