έρπης: Difference between revisions
From LSJ
Γιγνώσκεις οὖν καὶ σὺ τὰ στρατηγικὰ ἔργα → Therefore you, too, know the works (i.e. job) of a general.
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.") |
m (Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [[") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και έρπητας, ο (AM [[ἕρπης]]<br />Α και [[ἑρπήν]], ὁ και ἑρπήνη, ἡ)<br />[[οξεία]] [[πάθηση]] του δέρματος η οποία χαρακτηρίζεται από απότομη [[εμφάνιση]] και [[εξάπλωση]] φυσαλλίδων με κόκκινη [[βάση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «[[έρπης]] [[ίρις]]» — [[μορφή]] πολύμορφου ερυθήματος<br /><b>2.</b> «ἐρπης κυήσεως» — φυσαλλιδώδες [[εξάνθημα]] του δέρματος, το οποίο εμφανίζεται [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της κυήσεως ή [[μετά]] τον τοκετό<br /><b>3.</b> «ἐρπης [[ζωστήρ]]» — <b>βλ.</b> [[ζωστήρας]]<br /><b>αρχ.</b><br / | |mltxt=και έρπητας, ο (AM [[ἕρπης]]<br />Α και [[ἑρπήν]], ὁ και ἑρπήνη, ἡ)<br />[[οξεία]] [[πάθηση]] του δέρματος η οποία χαρακτηρίζεται από απότομη [[εμφάνιση]] και [[εξάπλωση]] φυσαλλίδων με κόκκινη [[βάση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «[[έρπης]] [[ίρις]]» — [[μορφή]] πολύμορφου ερυθήματος<br /><b>2.</b> «ἐρπης κυήσεως» — φυσαλλιδώδες [[εξάνθημα]] του δέρματος, το οποίο εμφανίζεται [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της κυήσεως ή [[μετά]] τον τοκετό<br /><b>3.</b> «ἐρπης [[ζωστήρ]]» — <b>βλ.</b> [[ζωστήρας]]<br /><b>αρχ.</b><br />ὁ [[ἕρπης]]<br />[[ονομασία]] κάποιου ζώου, πιθ. φιδιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>έρπ</i>-<i>ω</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ης</i> (πρβλ. <i>κέλ</i>-<i>ης</i> <span style="color: red;"><</span> [[κέλλω]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:15, 14 January 2019
Greek Monolingual
και έρπητας, ο (AM ἕρπης
Α και ἑρπήν, ὁ και ἑρπήνη, ἡ)
οξεία πάθηση του δέρματος η οποία χαρακτηρίζεται από απότομη εμφάνιση και εξάπλωση φυσαλλίδων με κόκκινη βάση
νεοελλ.
φρ.
1. «έρπης ίρις» — μορφή πολύμορφου ερυθήματος
2. «ἐρπης κυήσεως» — φυσαλλιδώδες εξάνθημα του δέρματος, το οποίο εμφανίζεται κατά τη διάρκεια της κυήσεως ή μετά τον τοκετό
3. «ἐρπης ζωστήρ» — βλ. ζωστήρας
αρχ.
ὁ ἕρπης
ονομασία κάποιου ζώου, πιθ. φιδιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έρπ-ω + -ης (πρβλ. κέλ-ης < κέλλω)].