αθηναϊκός: Difference between revisions

From LSJ

Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön

Menander, Monostichoi, 67
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - ">" to ">")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α ἀθηναϊκός, -ή, -όν) και αθηναίικος, -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Αθήνα και τους Αθηναίους, ή που προέρχεται από την Αθήνα<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που αναφέρεται στην Αθηνά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. <i>ἀθηναϊκὸς</i> παράγεται από το [[Ἀθῆναι]]: <i>Ἀθηναι</i>-<i>ικὸς</i> &GT; [[Ἀθηναϊκός]], με σίγηση του <i>ι</i> της διφθόγγου για [[αποφυγή]] της κακοφωνίας, που δημιουργούσαν τα δυο αλλεπάλληλα <i>ι</i> (<i>αι</i>-<i>ι</i>)<br />(πρβλ. <i>τροχαΐος</i>-[[τροχαϊκός]], [[ἀρχαῖος]]-[[ἀρχαϊκός]] κ. τ. ό)].
|mltxt=-ή, -ό (Α ἀθηναϊκός, -ή, -όν) και αθηναίικος, -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Αθήνα και τους Αθηναίους, ή που προέρχεται από την Αθήνα<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που αναφέρεται στην Αθηνά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. <i>ἀθηναϊκὸς</i> παράγεται από το [[Ἀθῆναι]]: <i>Ἀθηναι</i>-<i>ικὸς</i> > [[Ἀθηναϊκός]], με σίγηση του <i>ι</i> της διφθόγγου για [[αποφυγή]] της κακοφωνίας, που δημιουργούσαν τα δυο αλλεπάλληλα <i>ι</i> (<i>αι</i>-<i>ι</i>)<br />(πρβλ. <i>τροχαΐος</i>-[[τροχαϊκός]], [[ἀρχαῖος]]-[[ἀρχαϊκός]] κ. τ. ό)].
}}
}}

Revision as of 15:15, 15 January 2019

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἀθηναϊκός, -ή, -όν) και αθηναίικος, -η, -ο
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Αθήνα και τους Αθηναίους, ή που προέρχεται από την Αθήνα
αρχ.
αυτός που αναφέρεται στην Αθηνά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἀθηναϊκὸς παράγεται από το Ἀθῆναι: Ἀθηναι-ικὸς > Ἀθηναϊκός, με σίγηση του ι της διφθόγγου για αποφυγή της κακοφωνίας, που δημιουργούσαν τα δυο αλλεπάλληλα ι (αι-ι)
(πρβλ. τροχαΐος-τροχαϊκός, ἀρχαῖος-ἀρχαϊκός κ. τ. ό)].