αθλητισμός: Difference between revisions
From LSJ
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.") |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο<br /><b>1.</b> [[ενασχόληση]], [[επίδοση]] σε αθλητικά αγωνίσματα<br /><b>2.</b> το [[σύνολο]] τών σωματικών ασκήσεων, ατομικών ή ομαδικών αγωνισμάτων ή αθλημάτων, που [[συνήθως]] τελούνται υπό [[μορφή]] κωδικοποιημένων αγώνων.<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=ο<br /><b>1.</b> [[ενασχόληση]], [[επίδοση]] σε αθλητικά αγωνίσματα<br /><b>2.</b> το [[σύνολο]] τών σωματικών ασκήσεων, ατομικών ή ομαδικών αγωνισμάτων ή αθλημάτων, που [[συνήθως]] τελούνται υπό [[μορφή]] κωδικοποιημένων αγώνων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Ελληνογενές [[αθλητής]] <span style="color: red;">+</span> παραγ. κατάλ. -<i>ισμός</i>, πρβλ. γαλλ. <i>athletisme</i><br />η λ. μπήκε στην Ελληνική στα [[τέλη]] του περασμένου αιώνα]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:40, 29 December 2020
Greek Monolingual
ο
1. ενασχόληση, επίδοση σε αθλητικά αγωνίσματα
2. το σύνολο τών σωματικών ασκήσεων, ατομικών ή ομαδικών αγωνισμάτων ή αθλημάτων, που συνήθως τελούνται υπό μορφή κωδικοποιημένων αγώνων.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ελληνογενές αθλητής + παραγ. κατάλ. -ισμός, πρβλ. γαλλ. athletisme
η λ. μπήκε στην Ελληνική στα τέλη του περασμένου αιώνα].