απαγής: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν βουλόμενος μὴ πρᾶττε θανάτου γ' ἄξια → Nil facito dignum morte, si amas vivere → Willst leben du, so tue nichts Todwürdiges

Menander, Monostichoi, 194
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀπαγής]] (-οῡς), -ές (AM)<br /><b>μσν.</b><br />το πολύ μικρό [[πουλί]], ο [[άπτερος]] [[νεοσσός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν [[είναι]] [[στερεός]], ο [[σκληρός]], ο [[μαλακός]] («πῑλοι ἀπαγέες» — [[μαλακά]] καλύμματα της κεφαλής, τιάρες—Ηρόδοτος)<br /><b>2.</b> ο μη [[στερεός]], ο [[υγρός]] («[[ὕδωρ]]... ἀπαγές», [[Πλούταρχος]])<br /><b>3.</b> (για τη [[σάρκα]]) [[πλαδαρός]] (Διογ. Λαέρτ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> -<i>παγής</i> <span style="color: red;"><</span> [[πήγνυμι]] (πρβλ. [[ευπαγής]], [[συμπαγής]] <b>κ.ά.</b>)].
|mltxt=[[ἀπαγής]] (-οῦς), -ές (AM)<br /><b>μσν.</b><br />το πολύ μικρό [[πουλί]], ο [[άπτερος]] [[νεοσσός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν [[είναι]] [[στερεός]], ο [[σκληρός]], ο [[μαλακός]] («πῑλοι ἀπαγέες» — [[μαλακά]] καλύμματα της κεφαλής, τιάρες—Ηρόδοτος)<br /><b>2.</b> ο μη [[στερεός]], ο [[υγρός]] («[[ὕδωρ]]... ἀπαγές», [[Πλούταρχος]])<br /><b>3.</b> (για τη [[σάρκα]]) [[πλαδαρός]] (Διογ. Λαέρτ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> -<i>παγής</i> <span style="color: red;"><</span> [[πήγνυμι]] (πρβλ. [[ευπαγής]], [[συμπαγής]] <b>κ.ά.</b>)].
}}
}}

Revision as of 19:50, 13 June 2022

Greek Monolingual

ἀπαγής (-οῦς), -ές (AM)
μσν.
το πολύ μικρό πουλί, ο άπτερος νεοσσός
αρχ.
1. αυτός που δεν είναι στερεός, ο σκληρός, ο μαλακός («πῑλοι ἀπαγέες» — μαλακά καλύμματα της κεφαλής, τιάρες—Ηρόδοτος)
2. ο μη στερεός, ο υγρόςὕδωρ... ἀπαγές», Πλούταρχος)
3. (για τη σάρκα) πλαδαρός (Διογ. Λαέρτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + -παγής < πήγνυμι (πρβλ. ευπαγής, συμπαγής κ.ά.)].