ἀγριάς: Difference between revisions

From LSJ

Ξένοισι πιστοῖς πιστὸς ὢν γίγνου φίλος → Amicus esto fidus in fidum hospitem → Erweise treuen Fremden dich als treuer Freund

Menander, Monostichoi, 390
(2)
(1)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀγριάς:''' -[[άδος]], ἡ = <i>ἀγρία</i>, ιδιαζ. θηλ. του [[ἄγριος]], άγρια, ανήμερη· <i>ἄμπελον ἀγριάδα</i>, σε Ανθ.
|lsmtext='''ἀγριάς:''' -[[άδος]], ἡ = <i>ἀγρία</i>, ιδιαζ. θηλ. του [[ἄγριος]], άγρια, ανήμερη· <i>ἄμπελον ἀγριάδα</i>, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀγριάς:''' άδος adj. f полевая, дикая ([[ἄμπελος]] Anth.).
}}
}}

Revision as of 05:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀγριάς Medium diacritics: ἀγριάς Low diacritics: αγριάς Capitals: ΑΓΡΙΑΣ
Transliteration A: agriás Transliteration B: agrias Transliteration C: agrias Beta Code: a)gria/s

English (LSJ)

άδος, ἡ, = fem. of ἄγριος,

   A wild, A.R.1.28; νῆσσαι Arat. 918; αἶγες Call.Aet.3.1.13; ἄμπελον ἀ. AP9.561 (Phil.), cf. Numen. ap.Ath.371c.    II Ἀγριάδες, αἱ, Nymphs, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγριάς: -άδος, ἡ, = ἀγρία, παράδοξον θηλ. τοῦ ἄγριος, Ἀπολλ. Ρόδ. 1, 28, Ἄρατ., κτλ.· ἄμπελον ἀγριάδα, Ἀνθ. Π. 9. 561.

French (Bailly abrégé)

άδος (ἡ) :
adj. f.
sauvage ; subst.ἀγριάς (ἄμπελος) vigne sauvage, plante.
Étymologie: ἄγριος.

Spanish (DGE)

-άδος
1 de plantas silvestre σαρωνίδες Call.SHell.276.10, cf. A.R.1.28, Nic.Th.89, Nonn.D.12.299, ἄμπελος AP 9.561 (Phil.), δρῦς Lyc.1423, ἀ. ὕλη bosque Nonn.D.37.69
de anim. νῆσσαι Arat.918, αἶγες Call.Fr.75.13.
2 plu. Ἀγριάδες, αἱ ninfas Hsch.

Greek Monotonic

ἀγριάς: -άδος, ἡ = ἀγρία, ιδιαζ. θηλ. του ἄγριος, άγρια, ανήμερη· ἄμπελον ἀγριάδα, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἀγριάς: άδος adj. f полевая, дикая (ἄμπελος Anth.).